ΔΥΣΤΗΧΩΣ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ. ΟΣΟΙ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. ΝΑ ΤΗΝ ΧΑΙΡΕΣΤΕ. ΕΙΝΑΙ ΤΣΙΡΑΚΙ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΣΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ , ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΛΗΜΕΝΗ.
Η προτεινόμενη προσθήκη συνιστά υποχώρηση του κράτους δικαίου και περιορισμό της λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστή, αφού του αποκόπτει εξουσία που έχει κατά την άσκηση του λειτουργήματός του να μην εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο, θίγει δε βαθύτατα το κύρος του δικαστηρίου και την αξιοπιστία των μελών του
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου και η αναθεώρηση
Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν μπορεί να γίνει αποφασιστική επίκληση κανόνος με αυξημένο τυπικό κύρος εκ μέρους του εναγομένου κράτους
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 19/11/2000 00:00
Με την απόφαση που λαμβάνει η Βουλή «καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν»
Με την τελική πρόταση της Επιτροπής αναθεώρησης του Συντάγματος, που προ ημερών υποβλήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής για συζήτηση, προσδιορίστηκε, επιτέλους, ποιο περίπου θα είναι το περιεχόμενο των αναθεωρουμένων διατάξεων. Μεταξύ των άλλων, φαίνεται ότι αλλάζει φυσιογνωμία και ο σπουδαιότατος θεσμός του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου στον οποίο αναφέρονται και οι παρακάτω σύντομες σκέψεις.
Στο άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Η διάταξη αυτή συμπυκνώνει πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων που ξεπερνά τα 100 χρόνια και αποτελεί έκτοτε εδραιωμένη πεποίθηση για τον διοικούμενο ότι κάθε φορά που θεωρεί πως προσβάλλονται δικαιώματά του συνταγματικώς κατοχυρωμένα, μπορεί, ενώπιον του όποιου δικαστηρίου, να επικαλεσθεί αντισυνταγματικότητα του σχετικού νόμου. Το παραπάνω άρθρο 93 παρ. 4Σ δεν προτάθηκε ευθέως για αναθεώρηση από την πρώτη αναθεωρητική Βουλή. Απλώς η Βουλή εκείνη πρότεινε και στις δύο ψηφοφορίες (20.5.1998 και 24.6.1998) να προστεθεί στο άρθρο 100Σ διάταξη σύμφωνα με την οποία μόνον οι Ολομέλειες των τριών ανωτάτων δικαστηρίων θα έχουν την εξουσία να εκδίδουν απόφαση ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου. Την πρόταση αυτή υπερψήφισαν τότε μόνον 172 βουλευτές. Ηδη η προσθήκη αυτή έγινε τελικώς αποδεκτή και από την ειδική επιτροπή της παρούσης Βουλής, όπου στο θέμα αυτό συμφώνησε τώρα και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Γεννάται λοιπόν, κατά πρώτον, το ζήτημα αν η προσθήκη αυτή μπορούσε εγκύρως να τεθεί. Υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση που λαμβάνει η Βουλή «καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν» (άρθρο 110 παρ. 2Σ). Αρα, γίνεται παγίως δεκτό ότι όλες οι άλλες συνταγματικές διαδικασίες οι οποίες δεν προτάθηκαν για αναθεώρηση ή η σχετική πρόταση για αναθεώρησή τους απορρίφθηκε αυτονοήτως παραμένουν υποχρεωτικά ως έχουν και με το εύρος του κανονιστικού περιεχομένου που θεωρία και νομολογία τούς έχει προσδώσει. Το ζήτημα, δηλαδή, αναφέρεται στην εντεύθεν αναρμοδιότητα του τωρινού αναθεωρητικού οργάνου να αλλοιώσει το περιεχόμενό τους.
Οι κανόνες
Αφού λοιπόν η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4Σ δεν ήταν μεταξύ των προταθεισών προς αναθεώρηση (αντιθέτως μάλιστα σχετική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να τροποποιηθεί αυτή και να προβλεφθεί ειδικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν συγκέντρωσε 151 ψήφους και απορρίφθηκε οριστικά) ούτε η πρώτη ούτε και η δεύτερη αναθεωρητική Βουλή μπορούσαν στη συνέχεια, με τη μέθοδο της προσθήκης ειδικής διάταξης σε άλλο άρθρο του Συντάγματος, να περιορίσουν ή να αλλοιώσουν τους κανόνες που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 93 παρ. 4Σ.
Από το άρθρο αυτό απορρέουν ειδικότερα οι ακόλουθοι κανόνες διαμορφωθέντες ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα με τη μορφή συνταγματικού εθίμου και οι οποίοι έκτοτε ισχύουν απαρεγκλίτως:
α. Τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου δικαιούνται και υποχρεούνται να κάνουνόλα αδιακρίτως τα δικαστήρια της χώρας, προεχόντως δε τα ανώτατα με τους διαφόρους σχηματισμούς τους. Ουδέποτε υποστηρίχθηκε, με ερμηνεία του άρθρου αυτού, ότι για την αντισυνταγματικότητα θα αποφαίνονται μόνον οι Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων. Καθιερώνεται λοιπόν με το Σύνταγμα ο λεγόμενος διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου.
β. Αν το όποιο δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου είναι αντισυνταγματικός, τότε κατά την επιταγή του άρθρου 93 παρ. 4Σ είναι υποχρεωμένο να μην τον εφαρμόσει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Και κατά των αποφάσεων αυτών παραμένει πάντα ανοικτός ο δρόμος των ένδικων μέσων, εφόσον αυτά προβλέπονται από την οικεία δικονομία. Οι παραπάνω θεμελιώδεις κανόνες βλ. και άλλους στην πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ 3195/2000 αποτελούν κεκτημένο της ελληνικής εννόμου τάξεως που ισχύει αδιατάρακτα από τον προπερασμένο αιώνα, τυποποιήθηκε το πρώτον με το Σύνταγμα του 1927 και επανελήφθη στο ισχύον, δεν ετέθη δε ζήτημα αναθεωρήσεώς τους.
Εν προκειμένω, η κρινόμενη προσθήκη αφενός μεν δεν είναι παρά μόνον εμμέσως συναφής με το περιεχόμενο του άρθρου 100Σ όπου τίθεται, αφού αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στις αρμοδιότητες του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ενώ εννοιολογικώς συνδέεται άμεσαμόνο με το άρθρο 93 παρ. 4Σ, δοθέντος ότι και οι δύο αυτές διατάξεις έχουν ως κύριο θέμα και ρυθμίζουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου και πώς αυτός ασκείται. Η νέα όμως διάταξη πλήττει την κανονιστική εμβέλεια και συρρικνώνει ουσιωδώς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 93 παρ. 4Σ, αφού από την ερμηνεία της προκύπτουν τα εξής ως προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, τουλάχιστον, το οποίο είναι και ο ανομολόγητος πλην εμφανέστατος στόχος της κρινομένης ρύθμισης:
Τα Τμήματα του ΣτΕ ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι όντως αποτελούν «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 93 παρ. 4Σ υποχρεούνται εφεξής, εφόσον φέρονται προς αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας διατάξεως να παραπέμψουν το ζήτημα στη δικαστική Ολομέλεια ενώ, κατά το ισχύον και μη προταθέν προς αναθεώρηση άρθρο 93 παρ. 4, είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόσουν τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση. «Υποχρεούνται να παραπέμπουν» όμως όπως τώρα καθιερώνεται με την κρινόμενη προσθήκη. Ο κανόνας λοιπόν αυτός, τροποποιώντας ευθέως το μη προταθέν για αναθεώρηση άρθρο 93 παρ. 4, τίθεται κατά παράβαση του άρθρου 110Σ αφού όλοι συμφωνούν, όπως εκτέθηκε, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει, άμεσα ή έμμεσα, συνταγματικές διατάξεις που τελικώς δεν προτάθηκαν για αναθεώρηση.
Ανακύπτει δε εδώ και το εξής οξύμωρο σχήμα: π.χ., τα διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία, που δεν καλύπτονται από την προσθήκη, θα εξακολουθήσουν να μην εφαρμόζουν την αντισυνταγματική διάταξη χωρίς να είναι υποχρεωμένα να παραπέμψουν σε ανώτερο δικαστήριο, δηλαδή θα έχουν ως προς το ζήτημα τούτο διευρυμένη εξουσία τα Τμήματα του ΣτΕ! Στο ΣτΕ όμως προεχόντως τα Τμήματα δικάζουν σχεδόν όλες τις υποθέσεις, αυτά είναι ο κοινός δικαστής των υποθέσεων που ανήκουν στο ΣτΕ, ενώ η Ολομέλεια μόνον κατ' εξαίρεση επιλαμβάνεται απευθείας σπουδαίων υποθέσεων ή κατόπιν παραπομπής από Τμήμα. Με την προτεινόμενη προσθήκη η επιβάρυνση της δικαστικής Ολομέλειας θα είναι σημαντικότατη αν ληφθεί υπ' όψιν ότι σύμφωνα με τις στατιστικές τα Τμήματα εκδίδουν κάθε χρόνο περίπου 90 αποφάσεις που δεν εφαρμόζουν νόμο ως αντισυνταγματικό. Εντεύθεν για τις υποθέσεις αυτές θα υπάρξει, λόγω της υποχρεωτικής παραπομπής,επιβράδυνση απονομής της δικαιοσύνης που θα είναι ακόμη μεγαλύτερη αφού στη δίκη αυτή ενώπιον της Ολομελείας θα μπορούν να παρεμβαίνουν, κατά την προσθήκη, και τρίτοι που δεν σχετίζονται με την εκκρεμούσα υπόθεση, οπότε ο έλεγχος καθίσταται εν μέρει και αφηρημένος.
Εξ αυτού του λόγου οι προετοιμαζόμενες αυτές ρυθμίσεις βαίνουν αντιθέτως και από αυτά που ορίζει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για υποχρέωση ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Οι επιταγές της Σύμβασης αυτής όμως πρέπει, κατά την ορθότερη γνώμη, να γίνονται σεβαστές και από τον αναθεωρητικό νομοθέτη (προβλ. τη μελέτη του Αρ. Μάνεση στα Melanges Ν. Valticos, Pedone, Paris 1999, σελ. 675-676).
Ετσι για τα Τμήματα του ΣτΕ αλλά και των άλλων ανωτάτων δικαστηρίων ο έλεγχος της συνταγματικότητας παύει να είναι διάχυτος και μετατρέπεται σε καθαρώς συγκεντρωτικό που θα ασκείται εφεξής όχι μόνον από τις οικείες Ολομέλειες, δηλαδή κατά πλήρη παράκαμψη του κανόνα του άρθρου 93 παρ. 4Σ το περιεχόμενο του οποίου περίπου εκμηδενίζεται με την κρινόμενη προσθήκη ενώ σε πολλά σημεία των συζητήσεων στα αρμόδια όργανα της Βουλής υπήρχε η διαβεβαίωση ότι ο διάχυτος έλεγχος οπωσδήποτε θα διεφυλάσσετο.
Διαβλέπω δε ως περαιτέρω συνέπεια ότι οι δικηγόροι μάλλον θα αποφεύγουν εφεξής να προσβάλλουν στο ΣτΕ λόγο περί αντισυνταγματικότητας του εφαρμοσθέντος κανόνα, αφού τυχόν αποδοχή του από το αρμόδιο Τμήμα θα συνεπάγεται γι' αυτούς νέο υποχρεωτικόκύκλο δικαστικής αντιπαράθεσης ενώπιον της Ολομελείας με άγνωστους μάλιστα αντιφρονούντες και νέα καθυστέρηση έκδοσης οριστικής απόφασης. Ετσι όμως ο έλεγχος της συνταγματικότητας θα μαραζώσει και η δικαστική προστασία των διοικουμένων θα γίνει ατελέστερη, αντιθέτως δηλαδή με το ρεύμα που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρώπη για περαιτέρω τόνωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ενίσχυση του κράτους Δικαίου.
Πέραν των εκτεθέντων, με την προσθήκη η Ολομέλεια του ΣτΕ(!) τουλάχιστον 27 μέλη καθίσταται αρμόδια να αποφανθεί κατά παραπομπή και οσάκις το Τμήμα, το οποίο επεξεργάζεται τα σχέδια κανονιστικών διαταγμάτων, φέρεται προς αντισυνταγματικότητα ορισμένων διατάξεών τους. Η διάταξη αυτή κρίνεται περιττή για δύο τουλάχιστον λόγους:
α) Αφού όπως γίνεται δεκτό η όποια γνωμοδότηση, έστω και υπέρ της αντισυνταγματικότητας ορισμένων ρυθμίσεων, ούτε τη Διοίκηση ούτε και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεσμεύει νομικώς, τι φόβο έχουν τα κόμματα μην τυχόν και υπάρξει κρίση περί αντισυνταγματικότητας του σχεδίου διατάγματος από το οικείο Τμήμα και θέλουν να εξασφαλίσουν προφανώς θετική γνωμοδότηση του ΣτΕ μέσω της Ολομελείας του;
β) Στην περίπτωση δε αυτή θα πρέπει να βρεθούν άλλοι σύμβουλοι, σε σύνθεση Ολομελείας, να δικάσουν την ίδια υπόθεση που ενδεχομένως αχθεί ακυρωτικώς στο ΣτΕ εν όψει της αποφάσεως Procola (1995) του Δικαστηρίου του Στρασβούργου που καθιέρωνε την αρχή της δομικής αμεροληψίας στη συγκρότηση των δικαστηρίων. Είναι δε γνωστόν ότι ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν μπορεί να γίνει αποφασιστική επίκληση κανόνος με αυξημένο τυπικό κύρος εκ μέρους του εναγομένου κράτους. Το δικαστήριο αυτό αρκείται στο ότι κάποιος κανόνας, έστω και συνταγματικός, παραβιάζει ουσιαστική διάταξη της ΕΣΔΑ.
Κράτος δικαίου
Το συμπέρασμα είναι ότι η προσθήκη αυτή αποτελεί εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 110Σ αφού κατ' ουσίαν αναθεωρεί και σχεδόν εκκενώνει από κάθε περιεχόμενο το άρθρο 93 παρ. 4Σ που δεν είχε προταθεί για αναθεώρηση. Ο διάχυτος δε έλεγχος της συνταγματικότητας μαζί με την οργανική διάκριση των λειτουργιών αποτελούν το κύριο στήριγμα της θεμελιώδους αρχής του κράτους Δικαίου που, κατά την αντίληψη της ελληνικής εννόμου τάξεως, συγκαθορίζει τη βάση του πολιτεύματός μας και εμπίπτει, όθεν, στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 110 παρ. 1 του Συντάγματος. Η προτεινόμενη λοιπόν προσθήκη συνιστά υποχώρηση του κράτους Δικαίου και περιορισμό της λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστή, αφού του αποκόπτει εξουσία που έχει κατά την άσκηση του λειτουργήματός του να μην εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο, θίγει δε βαθύτατα το κύρος του δικαστηρίου και την αξιοπιστία των μελών του. Και όλα αυτά συμβαίνουν με τη διαδικασία της συναινετικής αναθεώρησης.
Ο κ. Πέτρος Ι. Παραράς είναι σύμβουλος Επικρατείας, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου