Skai TV journalist and Kathimerini columnist Babis Papadimitriou at conference on the issue of investment in Greece, organized by the International Herald Tribune and the Kathimerini newspaper from Greece, in Athens on October 15, 2012 / Ï äçìïóéïãñÜöïò ôïõ ÓÊÁÉ êáé ôçò ÊáèçìåñéíÞò, ÌðÜìðçò Ðáðáäçìçôñßïõ, óôï óõíÝäñéï ôçò ×Ýñáëíô Ôñßìðéïõí  ìå èÝìá ôéò åðåíäýóåéò óôçí ÅëëÜäá, ðïõ äéïñãáíþèçêå áðü ôçí International Herald Tribune êáé ôçí ÊáèçìåñéíÞ, ÁèÞíá 15.10.2012

Απάντηση στον Μπάμπη Παπαδημητρίου από ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ


Η πιο κατάλληλη απάντηση στον νεοφιλελεύθερο υπάλληλο του ΣΚΑΪ για τις δηλώσεις του υπέρ του ΔΝΤ είναι μια εκτενής μαρτυρία όπου ουσιαστικά κατονομάζει και αναλύει την πραγματική λειτουργία του, και πως δημιουργεί και εκμεταλλεύεται τις ψευδοκρίσεις για να λεηλατήσει τις χώρες στη συνέχεια, δίνεται από τον Ντέιβισον Μπαντού, έναν πληροφοριοδότη ο οποίος ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ και κατηγόρησε τον οργανισμό ότι «μαγείρευε» τα στοιχεία προκειμένου να καταδικάσει την οικονομία μιας χώρας που ήταν μεν φτωχή, άλλα είχε ισχυρή θέληση αντίστασης. Ο Μπαντού εργάστηκε για δώδεκα χρόνια στο ΔΝΤ σχεδιάζοντας προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών για την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Μετά την απότομη στροφή του οργανισμού προς τα δεξιά (επί εποχής Ρέιγκαν και Θάτσερ), ο ανεξάρτητα σκεπτόμενος οικονομολόγος άρχισε να αισθάνεται ολοένα και πιο άβολα στη δουλειά του. Όταν ο Μπαντού παραιτήθηκε το 1988, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην αποκάλυψη των ενόχων μυστικών του πρώην εργοδότη του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να στείλει μία ανοιχτή επιστολή στον τότε διευθυντή του ΔΝΤ Μισέλ  Καμντεσί,(νεοφιλελεύθερο μέχρι μυελού των οστών)  με πολύ επικριτικό ύφος.
Με γλαφυρότητα σπάνια για οικονομολόγο του ΔΝΤ, ο Μπαντού άρχιζε την επιστολή του ως εξής:
«Σήμερα παραιτούμαι από το προσωπικό του ΔΝΤ ύστερα από δώδεκα χρόνια και έπειτα από χίλιες μέρες εργασίας στο εξωτερικό ως αξιωματούχος του Ταμείου, κατά τη διάρκεια των οποίων, με όπλα τα φάρμακά σας και τα κόλπα σας, εφορμούσα σα γεράκι εναντίον των κυβερνήσεων και των λαών της Λατινικής Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα η παραίτηση μου είναι μία ανεκτίμητη απελευθέρωση, επειδή με αυτόν τον τρόπο κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα που θα μου επιτρέψει να ελπίζω ότι θα μπορέσω να ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που στα μάτια μου είναι το αίμα εκατομμύρια φτωχών και πεινασμένων ανθρώπων. […] Ξέρετε, το αίμα είναι τόσο πολύ, που κυλάει σε ποτάμια. Κι όταν στεγνώνει, σχηματίζει πάνω μου κρούστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο για να καθαριστώ από όλα όσα έκανα εν ονόματι σας».
Ο Μπαντού συνέχιζε τεκμηριώνοντας τις καταγγελίες εναντίον του ΔΝΤ ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως «φονικά» όπλα. Παράθετε λεπτομερή στοιχεία για το πώς, ως υπάλληλος του ΔΝΤ, είχε αναμειχθεί σε εσκεμμένα «στατιστικά σφάλματα» προκειμένου να διογκωθούν τα αριθμητικά στοιχεία στις εκθέσεις του Ταμείου για το πλούσιο σε πετρέλαιο Τρινιντάτ και Τομπάγκο, ώστε η χώρα να δείχνει πολύ λιγότερο σταθερή από ότι ήταν στην πραγματικότητα. (Σ.Σ: Οποιαδήποτε ομοιότητα ΔΕΝ είναι συμπτωματική!) Ο Μπαντού ισχυριζόταν ότι το ΔΝΤ είχε διογκώσει τα στατιστικά στοιχεία για το εργατικό κόστος, με συνέπεια η παραγωγικότητα της χώρας να φαίνεται πολύ χαμηλή, παρόλο που το ταμείο γνώριζε τα πραγματικά δεδομένα. Σε άλλη μία περίπτωση, διατείνονταν, το ΔΝΤ «επινόησε κυριολεκτικά από το πουθενά, ένα τεράστιο απλήρωτο κρατικό χρέος». Συγκεκριμένα, ως αναφορά για το πώς υπολογιζόταν η Σχετική Μονάδα Εργατικού Κόστους στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, ο Μπαντού γράφει επί λέξει στην επιστολή παραίτησης του:
«Με βάση τους υπολογισμούς που έγιναν από το στατιστικό τμήμα το περασμένο έτος, μετά την επιστροφή της αντιπροσωπίας του ΔΝΤ, η Σχετική Μονάδα Εργατικού Κόστους στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο αυξήθηκε μόνο κατά 69% και όχι 145,8% όπως αναφερόταν στις εκθέσεις μας του 1985, ή 142,9% όπως ανέφεραν τα κείμενα του ΔΝΤ. Μεταξύ 1980 Κι 1985 η Σχετική Μονάδα Εργατικού Κόστους αυξήθηκε στην πραγματικότητα μόνο κατά 66,1% και όχι κατά 164,7%, όπως διαβεβαιώναμε στις εκθέσεις μας του 1986. Την περίοδο 1983-1985 η Σχετική Μονάδα Εργατικού Κόστους αυξήθηκε μόνο κατά 14,9% και όχι 36,9%, όπως πληροφορήσαμε το 1986 την παγκόσμια κοινότητα. Το 1985, αντί να αυξηθεί κατά 9%,όπως αναφέρεται στην υπηρεσιακή έκθεση, ο δείκτης μειώθηκε κατά 1,7%. Και το 1986 η Σχετική Μονάδα Εργατικού Κόστους μειώθηκε εντυπωσιακά, κατά 46,5% παρόλο που το γεγονός αυτό δεν αναφέρθηκε πουθενά στην έκθεση του 1987 ή σε κάποιο άλλο επίσημο έγγραφο του ΔΝΤ».
Αυτές οι «απαράδεκτες παρατυπίες», που, σύμφωνα με τον Μπαντού ήταν εσκεμμένες και δεν οφείλονταν σε «επιπόλαιους μαθηματικούς υπολογισμούς», αντιμετωπίστηκαν ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έκριναν την οικονομία του Τρινιντάντ και Τομπάγκο επισφαλή και σταμάτησαν να την χρηματοδοτούν. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας που είχαν πυροδοτηθεί από τη μείωση της τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγωγικού της προϊόντος, πήραν γρήγορα ολέθριες διαστάσεις και η χώρα υποχρεώθηκε να ικετεύσει το ΔΝΤ να διασώσει την οικονομία του. Το Ταμείο απαίτησε αυτό που ο Μπαντού αποκαλεί «το πιο θανατηφόρο φάρμακο του ΔΝΤ»: απολύσεις, περικοπές στους μισθούς και «όλη η γκάμα» των πολιτικών της διαρθρωτικής προσαρμογής. Ο Μπαντού περιέγραφε τη διαδικασία ως «εσκεμμένη διακοπή της οικονομικής γραμμής ζωής της χώρας μέσω τεχνασμάτων», με σκοπό «αφού πρώτα το Τρινιντάντ και Τομπάγκο καταστραφεί οικονομικά, να υποστεί την απαιτούμενη διαδικασία αναμόρφωσης».
Στην επιστολή του ο Μπαντού που πέθανε το 2001, καθιστούσε σαφές ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούσαν τον τρόπο αντιμετώπισης μιας χώρας από μία χούφτα αξιωματούχων. Αντιμετώπιζε ολόκληρο το πρόγραμμα των διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ ως μία μορφή μαζικών βασανιστηρίων, καθώς:
«κυβερνήσεις και λαοί που ουρλιάζουν από τον πόνο υποχρεώνονται να γονατίζουν μπροστά μας τσακισμένοι, τρομοκρατημένοι και κομματιασμένοι, ικετεύοντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας εκ μέρους μας. Όμως εμείς γελάμε απάνθρωπα στα μούτρα τους και τα βασανιστήρια συνεχίζονται αμείωτα».
Για την ιστορία, μετά τη δημοσίευση της επιστολής παραίτησης του Μπαντού, η κυβέρνηση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο ανέθεσε σε δύο ανεξάρτητες επιτροπές να διερευνήσουν τις κατηγορίες και διαπιστώθηκε ότι ήταν σωστές: Το ΔΝΤ είχε διογκώσει και χαλκεύσει τα στατιστικά στοιχεία, με ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα.
(Απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο της «Πτώσης του Δόγματος» με τίτλο: «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ανάλυση και αναδρομή των πεπραγμένων του».