Ο μοναδικός Βρετανός επιζών του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν καταγράφει την ανατριχιαστική εμπειρία του.
Οι θηριωδίες των Ναζί συνεχίζουν να έρχονται στο φως της δημοσιότητας, ακόμη και 71 χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Harold Osmond Le Druillenec είναι ο μόνος Βρετανός που επέζησε από το κολαστήριο του Μπέργκεν-Μπέλζεν.
Το στρατόπεδο της φρίκης
Το Μπέργκεν-Μπέλζεν ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης που έφτιαξε το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς στην περιοχή ανάμεσα στο χωριό Μπέλζεν και την κωμόπολη Μπέργκεν της Κάτω Σαξωνίας, κοντά στην πόλη Celle. Υπολογίζεται ότι σε αυτό βρήκαν το θάνατο περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου.
Δημιουργήθηκε το 1935 από τη Βέρμαχτ στα πλαίσια επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Μετατράπηκε σε στρατόπεδο εγκλεισμού το 1940, αμέσως μετά την εισβολή των Ναζί στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία. Σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης, μετονομάστηκε σε Stalag XI-C/311. Σε αυτό αρχικά μεταφέρθηκαν περίπου 600 Γάλλοι και Βέλγοι αιχμάλωτοι πολέμου. Τον Ιούλιο του 1941, ύστερα από την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, μεταφέρθηκαν εκεί 20.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, υπό συνθήκες άθλιας διαβίωσης, τόσο λόγω συνωστισμού όσο και ανεπαρκούς διατροφής και εξίσου ανεπαρκών, για την αντιμετώπιση του χειμερινού ψύχους, εγκαταστάσεων. Μέχρι την άνοιξη του 1942 18.000 αιχμάλωτοι πέθαναν από πείνα, ψύχος και διάφορες ασθένειες.
Τον Απρίλιο του 1943 τμήμα του στρατοπέδου πέρασε στη διοίκηση της SS και μετονομάστηκε σε «Aufenthaltslager» (στρατόπεδο κράτησης). Σε αυτό μεταφέρθηκαν και μερικές χιλιάδες Εβραίοι. Το υπόλοιπο τμήμα συνέχισε να βρίσκεται κάτω από τη διοίκηση της Βέρμαχτ και χρησιμοποιούνταν περισσότερο ως στρατόπεδο για ασθενείς.
Τον Αύγουστο του 1944 μεταφέρθηκαν εκεί 8.000 γυναίκες κρατούμενες από το Άουσβιτς, οι οποίες στεγάστηκαν σε σκηνές και άρχισαν να αποστέλλονται σε Arbeitskommandos (διοικήσεις εργασίας) για να εργαστούν σε εργοστάσια πολεμικής παραγωγής. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Άννα Φρανκ και η αδελφή της Μάργκοτ.
Η ολοκληρωτική μετάβαση του στρατοπέδου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εξ ολοκλήρου ελεγχόμενο από την SS, επήλθε το Δεκέμβριο του 1944, οπότε και έφθασε εκεί, ως νέος Διοικητής, ο Λοχαγός (Hauptsturmführer) της SS Γιόζεφ Κράμερ (Josef Kramer), με μετάθεση από το Άουσβιτς. Εκεί βρήκε 15.257 κρατούμενους.
Από την αρχή του 1945, ο αριθμός των κρατουμένων άρχισε να αυξάνεται δραματικά, καθώς μεταφέρονταν εκεί κρατούμενοι από άλλα στρατόπεδα, που βρίσκονταν ανατολικά, καθώς ο Κόκκινος Στρατός συνέχιζε να προελαύνει προς το Βερολίνο. Έτσι, το Φεβρουάριο οι κρατούμενοι έφθασαν τις 22.000 ενώ το Μάρτιο ο αριθμός τους είχε ανέλθει σε 43.000 και τον Απρίλιο σε περίπου 60.000.
Οι εγκαταστάσεις του στρατοπέδου ήταν ολοσχερώς ανεπαρκείς για τη στέγαση τόσων κρατουμένων, ύστερα μάλιστα από την καταστροφή των σκηνών, από μια χιονοθύελλα, που στέγαζαν τις γυναίκες κρατούμενες. Οι θάνατοι των κρατουμένων αυξήθηκαν από 9.000 το Φεβρουάριο σε 18.000 το Μάρτιο και 9.000 μέχρι τα μέσα του Απριλίου.
Το στρατόπεδο δεν διέθετε θαλάμους αερίων, καθώς δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης. Οι κρατούμενοι σε αυτό πέθαιναν από την πείνα, το κρύο και τις ασθένειες που ενδημούσαν ανάμεσά τους. Το σχέδιο των Ναζί, ήταν να αφεθούν στη μοίρα τους και να χαθεί κάθε αξιοπρέπεια με απώτερο στόχο, τον αργό θάνατο.
Στο στρατόπεδο πέθαναν περίπου 50.000 Εβραίοι, Τσέχοι, Πολωνοί, αντιναζιστές Γερμανοί, ομοφυλόφιλοι, Σίντι και Ρομά. Συνυπολογίζοντας τους περίπου 20.000 Σοβιετικούς αιχμαλώτους, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων φθάνει τις 70.000.Ανάμεσά τους ήταν και η Άννα Φρανκ.
Όσοι αιχμάλωτοι επιβίωσαν απελευθερώθηκαν στις 15 Απριλίου του 1945 από τα βρετανικά στρατεύματα.
Όταν οι Βρετανοί μπήκαν στο στρατόπεδο, βρήκαν χιλιάδες βαριά άρρωστους και λιμοκτονούντες κρατουμένους, ενώ κανείς δεν είχε γλιτώσει από τις ψείρες. Οι Ναζί δεν σταμάτησαν τους Βρετανούς καθώς ο τύφος είχε θερίσει ακόμη και τους ίδιους τους φύλακες.
Τις επόμενες ημέρες οι επιζώντες μεταφέρθηκαν σε παρακείμενο στρατόπεδο θωρακισμένων της Βέρμαχτ, το οποίο μετονομάστηκε σε «στρατόπεδο εκτοπισμένων Μπέργκεν-Μπέλζεν» (Bergen – Belsen Displaced Persons Camp), ενώ οι αιχμαλωτισμένοι SS υποχρεώθηκαν να θάψουν τα άταφα πτώματα, βοηθούμενοι από μηχανήματα του βρετανικού στρατού.
Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες των Βρετανών και των Καναδών, συνολικά άλλοι 13.400 κρατούμενοι πέθαναν μετά την μεταγωγή τους στο στρατόπεδο περίθαλψης.
Το προσωπικό της SS που επέζησε από την επιδημία του τύφου συνελήφθη από τους Βρετανούς και παραπέμφθηκε στη Δίκη του Μπέλζεν (επίσημη ονομασία «Δίκη του Γιόζεφ Κράμερ και 44 άλλων») και διεξήχθη στο Λύνεμπουργκ (Lüneburg) από τις 17 Σεπτεμβρίου ως τις 17 Νοεμβρίου 1945. Ο διοικητής της SS Γιόζεφ Κράμερ καταδικάστηκε σε θάνατο.
Ο 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, περιόδευσε στα απομεινάρια του στρατοπέδου τον Απρίλη του 1945 και κατέγραψε με δυσκολία την εμπειρία του: «Δεν μπορούσα να ορίσω τα συναισθήματα μου, όταν ήρθα αντιμέτωπος για πρώτη φορά, με τις αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της ναζιστικής βαρβαρότητας και της πλήρους απαξίωσης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ποτέ ξανά δεν ένιωσα τόσο σοκαρισμένος».
Μαρτυρίες – ανατριχίλα
Ανάμεσα στους επιζώντες, ήταν και ο Harold Osmond Le Druillenec, ο μοναδικός Βρετανός που γλίτωσε. Πρόσφατα ο ίδιος έδωσε στη δημοσιότητα έγγραφα του από την περίοδο του εγκλεισμού.
Οι επιζώντες του Μπέργκεν-Μπέλζεν αναγκάστηκαν να ξαναζήσουν τις θηριωδίες, καθώς για να λάβουν αποζημιώσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έπρεπε να αποστείλουν επιστολές τους στις οποίες θα τεκμηρίωναν τα όσα έζησαν στο κολαστήριο των Ναζί.
Σε μία εκ των επιστολών του για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης, που τιτλοφορείται ως «να σκοτώσεις για να μη σκοτωθείς», ο Osmond καταγράφει ντοκουμέντα που πλέον βρίσκονται στα Εθνικά Αρχεία της Βρετανίας. Μέρος των Αρχείων δίνεται σταδιακά στη δημοσιότητα στα βρετανικά media και κυκλοφορούν στο διαδίκτυο προς ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Η συμφωνία Γερμανίας-Βρετανίας για τις αποζημιώσεις που πήραν οι οικογένειες των θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στο Μπέργκεν-Μπέλζεν έλαβε χώρα το 1964. Το συνολικό ποσό ανήλθε στο ένα εκατομμύριο λίρες. Ο Le Druillenec είχε υποβάλλει τότε την αίτηση του. Ο ίδιος είχε καταθέσει σαν μάρτυρας στη δίκη των SS, στη «Δίκη του Μπέλζεν».
Πριν το Μπέλζεν, ο Osmond είχε φυλακιστεί στο Banterweg camp του Αμβούργου. Στο Αμβούργο τα βασανιστήρια ήταν χειρότερα. Οι Ναζί έπνιγαν τους φυλακισμένους, τους μαστίγωναν ή τους σταύρωναν προς παραδειγματισμό των άλλων. Εκτελέσεις στον σωρό σε καθημερινό επίπεδο.
«Στο Μπέλζεν τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Δεν υπήρχαν τέτοια βασανιστήρια όμως δεν χωρούσαμε μέσα στις εγκαταστάσεις. Δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχε φαγητό, δεν μπορούσες να βρεις χώρο για να κοιμηθείς», γράφει ο Le Druillenec.
«Μας έβαζαν να θάβουμε τα πτώματα. Όταν δεν είχαμε δυνάμεις μας άφηναν στο χώμα και έρχονταν εργάτες απ’ έξω για να τους θάψουν. Μέσα στη φυλακή επικρατούσε ο νόμος της ζούγκλας. Δεν υπήρχε τροφή αλλά υπήρχε ο κανιβαλισμός. Είδα κρατούμενους να κόβουν μέρη από νεκρά σώματα και να τα τρώνε. Υπήρχαν νύχτες που αν δεν σκότωνες, θα σε σκότωναν. Άλλες φορές μας πυροβολούσαν από τις σκοπιές, μας σκότωναν σαν κουνέλια μέσα στο προαύλιο. Πυροβολούσαν στην τύχη. Όσοι ήρθαν από το Άουσβιτς μας έλεγαν όσα τους έλεγαν εκεί οι φύλακες: «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να βγείτε από εδώ. Από το κρεματόριο». Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε λίγο πριν ξεψυχήσω. Έζησα καθαρά από τύχη», αναφέρει ο Βρετανός.
Πριν μπουν τα βρετανικά στρατεύματα είχε ζήσει δέκα μήνες πίσω από τα τείχη του Μπέργκεν-Μπέλζεν. Επί ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση του νοσηλευόταν έχοντας χάσει πάνω από το μισό του σωματικό βάρος. Παρόλα αυτά του έμειναν χρόνιες παθήσεις στους πνεύμονες και καρδιακές δυσλειτουργίες. Ο ίδιος συμμετείχε σαν μάρτυρας στις έρευνες των βρετανικών αρχών για τα εγκλήματα πολέμου του στρατού του Χίτλερ.
Τελικά πέθανε το 1985 σε ηλικία 73 ετών. Την άνοιξη του 2017 θα δοθούν στη δημοσιότητα τα περισσότερα εκ των αρχείων που περιλαμβάνουν γράμματα και αιτήσεις Βρετανών στρατιωτών που είχαν φυλακιστεί από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου