Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2009 Νοµολογία του ∆ικαστηρίου σχετικά µε τις αγωγές αποζηµίωσης λόγω παραβίασης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα κράτη µέλη

 





ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2009 

 Νοµολογία του ∆ικαστηρίου σχετικά µε τις αγωγές αποζηµίωσης λόγω παραβίασης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα κράτη µέλη2 Πίνακας περιεχοµένων 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ................................................................................................................. 

3 2. ΒΑΣΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ: Η ΑΠΟΦΑΣΗ FRANCOVICH ............................................. 

3 3. ΟΡΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ: ΑΠΟΦΑΣΗ BRASSERIE DU PECHEUR / FACTORTAME.............................................................................. 

4 4. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ BRASSERIE DU PECHEUR ΚΑΙ FACTORTAME: Η ΑΠΟΦΑΣΗ BRITISH TELECOMMUNICATIONS ..................................................................................................................................... 

7 5. ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ ΠΟΥ ΥΠΕΧΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ.................................................................................................................... 

7 6. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ..................... 

9 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ....................................................................................................... 

13 3 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της τής 5ης Σεπτεµβρίου 2007 µε τίτλο «Μια Ευρώπη αποτελεσµάτων – εφαρµογή του κοινοτικού δικαίου» (COM(2007)502), ανέφερε ότι θα δηµοσίευε επεξηγηµατικό έγγραφο σχετικά µε την νοµολογία του ∆ικαστηρίου που αφορά τις αγωγές αποζηµίωσης λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου εκ µέρους των κρατών µελών. Πολύ νωρίς, σε απόφαση της 16ης ∆εκεµβρίου 19601 , το ∆ικαστήριο διατύπωσε την αρχή ότι «[…] αν το ∆ικαστήριο διαπιστώσει σε απόφασή του ότι νοµοθετική ή διοικητική πράξη κράτους µέλους είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, το κράτος αυτό υποχρεούται, δυνάµει του άρθρου 86 της συνθήκης ΕΚΑΧ, τόσο να ανακαλέσει την εν λόγω πράξη όσο και να αποκαταστήσει τα ενδεχόµενά της παράνοµα αποτελέσµατα.» 2 Αλλά η ευθύνη ενός κράτους µέλους λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου καθιερώθηκε οριστικά στην απόφαση Francovich3 της 28ης Μαΐου 1991. 

 2. ΒΑΣΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ: Η ΑΠΟΦΑΣΗ FRANCOVICH 

Στην εν λόγω απόφαση, το ∆ικαστήριο διευκρίνισε ότι οι ιδιώτες δικαιούνται να ζητούν από το κράτος µέλος αποκατάσταση των ζηµιών που υπέστησαν λόγω του γεγονότος ότι το εν λόγω κράτος µέλος δεν είχε µεταφέρει έγκαιρα µια οδηγία

4 .  Η οδηγία 80/897 προέβλεπε ειδικές εγγυήσεις σχετικά µε την προστασία των µισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. 

Η Ιταλία δεν είχε µεταφέρει την οδηγία, πράγµα που είχε ήδη διαπιστώσει το ∆ικαστήριο, µετά από προσφυγή της Επιτροπής λόγω παραβάσεως

5 . Στο πρώτο µέρος της απόφασης, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία 80/987 δεν παράγει άµεσο αποτέλεσµα, διότι οι διατάξεις της δεν είναι επαρκώς ακριβείς και απαλλαγµένες αιρέσεων, εφόσον τα κράτη µέλη διέθεταν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την οργάνωση και τη χρηµατοδότηση του φορέα εγγύησης (είτε εξ ολοκλήρου από το ∆ηµόσιο είτε µε συνεισφορές των εργοδοτών). 

Κατά συνέπεια, οι ιδιώτες δεν µπορούσαν να ζητούν από τον δικαστή να εφαρµόσει άµεσα την οδηγία

6 . Πάντως, υπενθυµίζοντας τις ίδιες τις βάσεις της κοινοτικής έννοµης τάξης καθώς και την υποχρέωση των δικαστών να διασφαλίζουν την πλήρη υλοποίηση του κοινοτικού δικαίου και να προστατεύουν τα δικαιώµατα που αυτό προσπορίζει στους ιδιώτες, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε στο δεύτερο µέρος της απόφασης «ότι η πλήρης αποτελεσµατικότητα των κοινοτικών κανόνων θα µπορούσε να αµφισβητηθεί και η προστασία των δικαιωµάτων που αναγνωρίζουν οι εν λόγω κανόνες θα αποδυναµωνόταν εάν οι ιδιώτες δεν είχαν τη δυνατότητα να επιτύχουν αποκατάσταση της προκληθείσας ζηµίας στα δικαιώµατά τους, λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου µε υπαιτιότητα ενός κράτους µέλους» 

7 . Σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο, αυτή η δυνατότητα αποκατάστασης εκ µέρους 1 Υπόθεση 6/60. 2 Υπόθεση 6/60, σελίδα 1146. 3 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90. 4 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψη 46. 5 Υπόθεση 22/87. 6 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψη 27. 7 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψη 33. 4 του κράτους µέλους είναι απαραίτητη ιδίως όταν η πλήρης υλοποίηση του κοινοτικού δικαίου εξαρτάται από ενέργεια εκ µέρους του εκάστοτε κράτους, όπως, για παράδειγµα, η µεταφορά µιας οδηγίας. Μέσω παραποµπής στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 10 της συνθήκης ΕΚ), το ∆ικαστήριο καταλήγει στο συµπέρασµα ότι «το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει την αρχή σύµφωνα µε την οποία τα κράτη µέλη υποχρεούνται να αποκαταστήσουν τις προκληθείσες στους ιδιώτες ζηµίες που προέρχονται από παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου για τις οποίες είναι υπαίτια» 

8 . Με την απόφαση αυτή, το ∆ικαστήριο καθιέρωσε την αρχή της ευθύνης του κράτους, που είναι «σύµφυτη προς το σύστηµα της συνθήκης» 

9 . Η διατύπωση αυτή επαναλήφθηκε σταθερά στη νοµολογία του ∆ικαστηρίου

10. 3. ΟΡΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ: ΑΠΟΦΑΣΗ BRASSERIE DU PECHEUR / FACTORTAME

11 Μεταγενέστερα δόθηκαν πολλές διευκρινίσεις από το ∆ικαστήριο σε δύο αποφάσεις, ήτοι σχετικά µε τις υποθέσεις Brasserie du pêcheur12 και Factortame13. 

 Το Bundesgerichtshof στη Γερµανία και το High Court στην Αγγλία έθεσαν στο ∆ικαστήριο προδικαστικά ερωτήµατα σχετικά µε την αρχή της ευθύνης ενός κράτους µέλους σε περιπτώσεις άλλες από εκείνη της µη µεταφοράς οδηγιών και σχετικά µε το δικαίωµα των ιδιωτών για αποκατάσταση ζηµίας. 

Οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούσαν εποµένως το κατά πόσον η αρχή της ευθύνης του κράτους εφαρµοζόταν γενικά, ιδίως στην περίπτωση που ένας εθνικός νόµος παραβιάζει άµεσα εφαρµοστέες διατάξεις και υπό ποίους όρους. 

 Η απόφαση Brasserie du pêcheur / Factortame ενίσχυσε ιδιαίτερα τα µέσα που διαθέτουν οι ιδιώτες για να επιβάλλουν την τήρηση του κοινοτικού δικαίου στις εθνικές αρχές, θεσπίζοντας δύο βαρυσήµαντες αρχές. 

 Καταρχάς, η αρχή της ευθύνης του κράτους για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου αναγνωρίστηκε γενικά, µε την επιφύλαξη της εκπλήρωσης συγκεκριµένων προϋποθέσεων, ανεξαρτήτως του κρατικού οργάνου που διέπραξε την παραβίαση, περιλαµβανοµένου και του εθνικού κοινοβουλίου14, ή το είδος του παραβιασθέντος κοινοτικού κανόνα, δεδοµένου ότι το δικαίωµα αποκατάστασης συνιστά «το αναγκαίο επακολούθηµα του αµέσου αποτελέσµατος που αναγνωρίζεται στις κοινοτικές διατάξεις στην παράβαση των οποίων οφείλεται η προξενηθείσα ζηµία.» 

15 8 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψη 37. 9 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψη 35. 10 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 31· υπόθεση C-392/93, σκέψη38· υπόθεση C-5/94, σκέψη 24· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, σκέψη 20· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-283/94,C-291/94 και C-292/94 σκέψη 47· υπόθεση C-66/95, σκέψη 31· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, σκέψη 46· υπόθεση C-373/95, σκέψη 34· υπόθεση C-261/95, σκέψη 24· υπόθεση C-127/95, σκέψη 106· υπόθεση C-319/96, σκέψη 24· υπόθεση C-424/97, σκέψη 26· υπόθεση C-118/00, σκέψη 34· υπόθεση C-224/01, σκέψη 30· υπόθεση C-63/01, σκέψη 82· υπόθεση C-445/06, σκέψη 19. 11 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93 12 Υπόθεση C-46/93. 13 Υπόθεση C-48/93. 14 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 32. 15 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 22. 5 

 Στη συνέχεια, το ∆ικαστήριο θεώρησε ότι οι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής αποζηµίωσης εξαρτώνται από τη φύση της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου. 

∆ιευκρινίζοντας τις προϋποθέσεις αυτές για τις εν λόγω υποθέσεις, το ∆ικαστήριο εφάρµοσε δύο αρχές, ήτοι αφενός µεν την αρχή της επενέργειας του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή της πλήρους αποτελεσµατικότητας των κοινοτικών διατάξεων και της αποτελεσµατικής προστασίας των δικαιωµάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε την αρχή της συνοχής µεταξύ του καθεστώτος της εξωσυµβατικής ευθύνης της Κοινότητας δυνάµει του άρθρου 215 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 288 της συνθήκης ΕΚ) και του εθνικού καθεστώτος ευθύνης. 

Το ∆ικαστήριο καταλήγει στο συµπέρασµα ότι, ελλείψει ειδικής αιτιολόγησης, οι όροι εφαρµογής των δύο καθεστώτων δεν πρέπει να διαφέρουν σε συγκρίσιµες συνθήκες. 

 Αφού υπενθύµισε και επιβεβαίωσε πλήρως τις αρχές της εν λόγω νοµολογίας, το ∆ικαστήριο κατέληξε στις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις16 για τη θεµελίωση της ευθύνης του κράτους λόγω οµοειδών κανονιστικών πράξεων, ήτοι: – ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου πρέπει να αποσκοπεί στην απονοµή δικαιωµάτων στους ιδιώτες· – η παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη· – πρέπει να υφίσταται άµεση αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζηµιωθέντες. 

Πρέπει κάθε φορά να ελέγχεται κατά πόσον η προβαλλόµενη βλάβη απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άµεσο από παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ µέρους του εκάστοτε κράτους µέλους, ώστε να θεµελιώνεται ευθύνη αυτού του τελευταίου17. 

 Η εκτίµηση των όρων αυτών αποτελεί συνάρτηση κάθε συγκεκριµένης κατάστασης18. 

 Το ∆ικαστήριο σηµείωσε ότι µία κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι αναµφισβήτητη σε περίπτωση πρόδηλης και σοβαρής υπέρβασης από το κράτος µέλος των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια19. 

Το ∆ικαστήριο αναθέτει ρητώς τον έλεγχο της συνδροµής των ανωτέρω προϋποθέσεων στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία είναι «µόνα αρµόδια να πιστοποιούν τα πραγµατικά περιστατικά […] και να χαρακτηρίζουν τις επίδικες 

 16 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 51, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση 392/93, σκέψη 39-40· υπόθεση C-5/94, σκέψη 25· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C190/94, σκέψη 21· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-283/94, C-291/94 και C-292/94, σκέψη 48· υπόθεση C-66/95, σκέψη 32· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, σκέψη 47· υπόθεση C-373/95, σκέψη 35· υπόθεση C-261/95, σκέψη 25· υπόθεση C-127/95, σκέψη 107· υπόθεση C-319/96, σκέψη 25· υπόθεση C-424/97, σκέψη 36· υπόθεση 131/97, σκέψη 52· υπόθεση 371/97, σκέψη 38· υπόθεση C-118/00, σκέψη 36· υπόθεση C-224/01, σκέψη 51· υπόθεση C-63/01, σκέψη 83· υπόθεση C-212/04, σκέψη 112· υπόθεση C-446/04, σκέψη 209· υπόθεση C278/05, σκέψη 69· υπόθεση C-470/03, σκέψεις 78 και 92· υπόθεση C-524/04, σκέψη 115· υπόθεση C-201/05, σκέψη 118· υπόθεση C-452/06, σκέψη 35· υπόθεση C-445/06, σκέψη 20. 17 Υπόθεση C-446/04, σκέψη 218. 18 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, σκέψη 24, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-127/95, σκέψη 107· υπόθεση C-424/97 σκέψη 36. 19 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 55, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση 392/93, σκέψη 42· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, σκέψη 25· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-283/94, C-291/94 και C-292/94, σκέψη 50· υπόθεση C-127/95, σκέψη 109· υπόθεση C-140/97, σκέψη 50· υπόθεση C-424/97, σκέψη 38· υπόθεση C-118/00, σκέψη 38· υπόθεση C-446/04, σκέψη 212· υπόθεση C-278/05, σκέψεις 70 και 82· υπόθεση C-470/03, σκέψη 80· υπόθεση C-524/04, σκέψη 118· C-446/04, σκέψη 212· υπόθεση C-201/05, σκέψη 121· υπόθεση C-452/06, σκέψη 37. 6 παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου» 

20. Πάντως, το ∆ικαστήριο θεώρησε χρήσιµο να προσδιορίσει ορισµένα στοιχεία τα οποία θα µπορούσαν να λαµβάνουν υπόψη τα εθνικά δικαστήρια. Έτσι, το ∆ικαστήριο έκρινε ότι «εν πάση περιπτώσει, µια παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι πρόδηλη, όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που διαπιστώνει την προσαπτόµενη παράβαση ή προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νοµολογίας του ∆ικαστηρίου» 

21. Για να διακριβωθεί εάν µια παράβαση του κοινοτικού δικαίου αποτελεί κατάφωρη παραβίαση, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λαµβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κατάσταση που του υποβλήθηκε

22. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαµβάνονται εκείνα που συνήχθησαν από την απόφαση του ∆ικαστηρίου Brasserie du Pêcheur και Factortame, ήτοι: «ο βαθµός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζοµένου κανόνα, το εύρος των περιθωρίων εκτιµήσεως που αφήνει ο παραβιαζόµενος κανόνας στις εθνικές ή κοινοτικές αρχές, ο ηθεληµένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσης παραβάσεως ή της προκληθείσης ζηµίας, το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχοµένης νοµικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάση ενός κοινοτικού οργάνου µπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικών µέτρων ή πρακτικής» 

23. Το περιθώριο εκτίµησης αποτελεί σηµαντικό κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι «στην περίπτωση κατά την οποία το οικείο κράτος µέλος, κατά τον χρόνο που διέπραξε την παράβαση, δεν αντιµετώπιζε κανονιστικές επιλογές και διέθετε αισθητά µειωµένο περιθώριο εκτιµήσεως, ακόµα και ανύπαρκτο, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου µπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως» 

24. Το ∆ικαστήριο διευκρινίζει ότι «η ύπαρξη και η έκταση του περιθωρίου εκτιµήσεως καθορίζονται σε σχέση µε το κοινοτικό δίκαιο και όχι σε σχέση µε το εθνικό δίκαιο» 

25. Τέλος, σε πιο πρόσφατη απόφαση, το ∆ικαστήριο ερωτήθηκε σχετικά µε το κατά πόσον ένα κράτος µέλος είχε την υποχρέωση, απέναντι σε έναν από τους πολίτες του, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως (άρθρο 230 ΕΚ) ή κατά παραλείψεως (άρθρο 232 ΕΚ) και κατά συνέπεια εάν υπείχε ευθύνη για την περίπτωση που θα παρέλειπε να ασκήσει την προσφυγή αυτή. Το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη µέλη την υποχρέωση να ασκούν προσφυγή ακυρώσεως δυνάµει του άρθρου 230 ΕΚ ή προσφυγή κατά παραλείψεως δυνάµει του άρθρου 232 ΕΚ, υπέρ ενός των πολιτών τους. Πάντως, δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, να επιβάλλει µια εθνική νοµοθεσία τέτοια υποχρέωση» 

26. 20 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 58. 21 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 57, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-118/00, σκέψη 44· υπόθεση C-224/01, σκέψη 57· υπόθεση C-446/04, σκέψη 214· υπόθεση C-524/04, σκέψη 120· υπόθεση C-446/04, σκέψη 214· υπόθεση C-201/05, σκέψη 123. 22 Υπόθεση C-424/97, σκέψη 43, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-118/00, σκέψη 39· υπόθεση C-63/01, σκέψη 86· υπόθεση C-224/01, σκέψη 54· υπόθεση C-278/05, σκέψη 76. 23 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 56, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-392/93, σκέψη 42· υπόθεση C-140/97, σκέψη 50· υπόθεση C-424/97, σκέψη 43· υπόθεση C-118/00, σκέψη 39· υπόθεση C224/01, σκέψη 55· υπόθεση C-446/04, σκέψη 213· υπόθεση C-278/05, σκέψεις 70 και 77· υπόθεση C-524/04, σκέψη 119· C-446/04, σκέψη 213· υπόθεση C-201/05, σκέψη 122· υπόθεση C-452/06, σκέψη 37. 24 Υπόθεση C-5/94, σκέψη 28, που επαναβεβαιώθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C188/94, C-189/94 και C-190/94, σκέψη 25· υπόθεση 127/95, σκέψη 109· υπόθεση C-424/97, σκέψη 38· υπόθεση C-118/00, σκέψη 38· υπόθεση C-446/04, σκέψη 212· υπόθεση C-278/05, σκέψη 71· υπόθεση C-470/03, σκέψη 81· υπόθεση C-452/06, σκέψη 38. 25 Υπόθεση C-424/97, σκέψη 40. 26 Υπόθεση C-511/03, σκέψη 32. 

7 4. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ BRASSERIE DU PECHEUR ΚΑΙ FACTORTAME: Η ΑΠΟΦΑΣΗ BRITISH TELECOMMUNICATIONS

27 Οι αρχές που τέθηκαν από την απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame εφαρµόστηκαν σύντοµα στην υπόθεση British Telecommunications. Παρότι το ∆ικαστήριο χορηγεί στα εθνικά δικαστήρια την αρµοδιότητα να κρίνουν εάν πληρούνται ή όχι

28 οι προϋποθέσεις για την ευθύνη του κράτους, το ∆ικαστήριο αποφάσισε στην υπόθεση British Telecommunications να αποφανθεί το ίδιο επί του θέµατος, εφόσον θεωρούσε ότι διέθετε «όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιµήσει εάν τα επίδικα πραγµατικά περιστατικά πρέπει να χαρακτηρισθούν ως κατάφωρη παράβαση του κοινοτικού δικαίου» 

29. Από την υπόθεση British Telecommunications, το ∆ικαστήριο επέλεξε σε πολλές υποθέσεις να λάβει άµεση θέση, εκτιµώντας το ίδιο εάν µία συγκεκριµένη κατάσταση αποτελούσε κατάφωρη παράβαση του κοινοτικού δικαίου και κατά συνέπεια ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη του κράτους µέλους

30. Λίγο µετά την British Telecommunications, στην υπόθεση Dillenkofer

31, το ∆ικαστήριο θεώρησε ότι στην περίπτωση που ένα κράτος µέλος δεν λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα για τη µεταφορά µιας οδηγίας ώστε να επιτύχει τα αποτελέσµατα στα οποία στοχεύει η εν λόγω οδηγία εντός της ταχθείσας προθεσµίας, το γεγονός αυτό αποτελεί κατάφωρη παράβαση του κοινοτικού δικαίου

32. 5. ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ ΠΟΥ ΥΠΕΧΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ Με αφετηρία την απόφασή του Brasserie du Pêcheur και Factortame, το ∆ικαστήριο διευκρίνισε ότι η αρχή της ευθύνης του κράτους µέλους ισχύει «για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος µέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους µέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκαλεί την παράβαση» 

33. Έτσι, «ένα κράτος µέλος δεν µπορεί να προβάλει την κατανοµή αρµοδιοτήτων και ευθυνών µεταξύ των αρχών τοπικής αυτοδιοικήσεως που υφίστανται στην εσωτερική του έννοµη τάξη για να απαλλάσσεται ως εκ τούτου της ευθύνης του» 

34. Για το ∆ικαστήριο, ισχύει η αρχή της υποχρέωσης αποκατάστασης της προκληθείσας στους ιδιώτες ζηµίας «ανεξαρτήτως της δηµόσιας αρχής που διέπραξε την παραβίαση αυτή και ανεξαρτήτως του ποια δηµόσια αρχή βαρύνεται κατ' αρχήν, ανάλογα µε το δίκαιο του εν λόγω κράτους µέλους, µε την ευθύνη για την αποκατάσταση» 

35. 27 Υπόθεση C-392/93. 28 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 58, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-224/01, σκέψη 100. 29 Υπόθεση C-392/93, σκέψη 41. 30 Υπόθεση C-392/93, σκέψη 41, που επαναβεβαιώθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-283/94, C-291/94 και C-292/94, σκέψη 49· υπόθεση C-319/96, σκέψη 26· υπόθεση C-118/00, σκέψη 40· υπόθεση C-224/01, σκέψη 101. 31 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94. 32 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, σκέψη 29, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-319/96, σκέψη 28· υπόθεση C-111/97, σκέψη 21. 33 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 32. 34 Υπόθεση C-302/97, σκέψη 62. 35 Υπόθεση C-424/97, σκέψη 27. 8 Στην υπόθεση Köbler

36, το ∆ικαστήριο αντιµετώπισε για πρώτη φορά το λεπτό θέµα της ευθύνης των κρατών µελών για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριό τους. Το ∆ικαστήριο επικαλείται τη διεθνή ευθύνη του κράτους, που επεκτείνεται σε όλα τα όργανά του, και υπογραµµίζει ότι η ευθύνη αυτή πρέπει να ισχύει κατά µείζονα λόγο στην κοινοτική έννοµη τάξη διότι σε αυτήν υπόκεινται όλα τα όργανα του κράτους, περιλαµβανοµένης της νοµοθετικής εξουσίας και διότι το κοινοτικό δίκαιο κατατείνει στην άµεση ρύθµιση της κατάστασης των ιδιωτών

37. Εξάλλου, το ∆ικαστήριο υπογραµµίζει την ιδιαίτερη ευθύνη των ανώτατων δικαστηρίων για την προστασία του συµφέροντος των ιδιωτών και αναφέρεται ειδικότερα στο άρθρο 234 τρίτο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ

38. Στη βάση αυτή, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ευθύνη των κρατών µελών µπορεί να γεννηθεί επίσης όταν η παράβαση του κοινοτικού δικαίου απορρέει από απόφαση δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθµό. Όσον αφορά τους όρους της ευθύνης αυτής, το ∆ικαστήριο, αναγνωρίζοντας την ιδιοµορφία του δικαστικού λειτουργήµατος, θεωρεί ότι «η ευθύνη του κράτους λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από µια τέτοια απόφαση µπορεί να θεµελιωθεί µόνο στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής παραβίασε κατάφωρα το εφαρµοστέο δίκαιο» 

39. Μεταξύ των κριτηρίων που πρέπει να συνεκτιµηθούν για να διαγνωστεί η πρόδηλη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, το ∆ικαστήριο αναφέρει ένα νέο κριτήριο επιπλέον των κριτηρίων που περιλαµβάνονται στην απόφαση Brasserie du Pêcheur και Factortame: το κριτήριο της µη τήρησης, από το εν λόγω δικαστήριο, της υποχρέωσης προδικαστικής παραποµπής δυνάµει του άρθρου 234 τρίτο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ

40. Στη συνέχεια, στην απόφασή του Traghetti

41, το ∆ικαστήριο υπενθύµισε, επιβεβαίωσε και διευκρίνισε τις αρχές τις οποίες είχε ήδη διατυπώσει στην απόφαση Köbler

42. Το «Tribunale di Genova» ζήτησε από το ∆ικαστήριο να αποφανθεί εάν το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, οι αρχές που διατυπώθηκαν από το ∆ικαστήριο στην απόφαση Köbler, αντίκεινται σε µία εθνική νοµοθεσία όπως ο ιταλικός νόµος ο οποίος, από τη µία πλευρά, αποκλείει κάθε ευθύνη του κράτους µέλους για ζηµίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου η οποία διαπράχθηκε από εθνικό δικαστήριο αποφαινόµενο σε τελευταίο βαθµό, όταν η εν λόγω παράβαση απορρέει από ερµηνεία των κανόνων δικαίου ή από µία εκτίµηση πραγµατικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων εκ µέρους του εν λόγω δικαστηρίου και που εξάλλου περιορίζει την εν λόγω ευθύνη µόνο σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αµέλειας του δικαστή

43. Το ∆ικαστήριο, στην απόφασή του, διαπίστωσε ότι το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται στην εφαρµογή εθνικών κανόνων οι οποίοι, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, αποκλείουν την ευθύνη του κράτους σε περιπτώσεις όπου η παράβαση απορρέει από τη δραστηριότητα του δικαστή που συνίσταται 36 Υπόθεση C-224/01. 37 Υπόθεση C-224/01, σκέψη 32. 38 Υπόθεση C-224/01, σκέψη 33-35. 39 Υπόθεση C-224/01, σκέψη 53. 40 Υπόθεση C-224/01, σκέψεις 55-56. 41 Υπόθεση C-173/03. 42 Υπόθεση C-224/01. 43 Υπόθεση C-173/03, σκέψεις 20 και 24. 9 στην ερµηνεία κανόνων δικαίου και στην εκτίµηση πραγµατικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων

44. Πράγµατι, σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο, οι δραστηριότητες αυτές άπτονται της ίδιας της ουσίας του δικαστικού λειτουργήµατος και µπορούν να οδηγήσουν σε πρόδηλη παράβαση του κοινοτικού δικαίου

45. Το ∆ικαστήριο θεωρεί ως προς αυτό ότι ο αποκλεισµός της ευθύνης του κράτους εφόσον η αποδιδόµενη στον εθνικό δικαστή παράβαση στοχεύει στην ερµηνεία των κανόνων δικαίου ή στην εκτίµηση εκ µέρους του των πραγµατικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων θα κατέληγε να καταστήσει άνευ ουσίας την αρχή της ευθύνης του κράτους και θα οδηγούσε στο να µην απολαύουν οι ιδιώτες καµιάς δικαστικής προστασίας, εάν ένα εθνικό δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικο µέσο θα διέπραττε κατάφωρο σφάλµα κατά την ερµηνεία ή την εκτίµηση

46. Επίσης, θεώρησε ότι αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο ένας εθνικός κανόνας που περιορίζει τη θεµελίωση της ευθύνης του κράτους αποκλειστικά σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αµέλειας του δικαστή

47. Ως προς αυτό υπενθυµίζει ότι οι όροι που καθορίζουν την ευθύνη του κράτους εµπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο και απορρέουν από την απόφαση Köbler

48. Κατά συνέπεια, το ∆ικαστήριο εκτίµησε ότι, ακόµη και αν δεν µπορεί να αποκλεισθεί το να διευκρινίζει το εθνικό δίκαιο τα κριτήρια, σχετικά µε τη φύση ή το βαθµό µιας παράβασης, τα οποία πρέπει να πληρούνται ώστε να γεννάται ευθύνη του κράτους λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόµενης σε εθνικό δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικο µέσο, τα κριτήρια αυτά, σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσαν να επιβάλουν αυστηρότερες απαιτήσεις από εκείνες που απορρέουν από τον όρο της κατάφωρης παραβίασης του εφαρµοστέου δικαίου. Εξάλλου, στην πρόσφατη απόφαση Konstantinos Adeneler

49, το ∆ικαστήριο ορίζει ότι η υποχρέωση των κρατών µελών να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκόµενου από την οδηγία σκοπού και η συνεπαγόµενη ευθύνη επιβάλλεται εξίσου στα εθνικά δικαστήρια. Έτσι, από την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος µιας οδηγίας, τα δικαστήρια των κρατών µελών οφείλουν να απέχουν από το να ερµηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο που θα κινδύνευε, µετά τη λήξη της προθεσµίας µεταφοράς, να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκόµενου από την οδηγία σκοπού

50. 6. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Από την απόφαση Francovich, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε σαφώς ότι: «απόκειται στην εσωτερική έννοµη τάξη του κάθε κράτους µέλους να ορίσει τα αρµόδια δικαστήρια και να ρυθµίσει τους δικονοµικούς κανόνες των ενδίκων βοηθηµάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωµάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο» 

51. Έτσι, το 44 Υπόθεση C-173/03, σκέψη 31. 45 Υπόθεση C-173/03, σκέψεις 34-35 και 38-39. 46 Υπόθεση C-173/03, σκέψεις 36 και 41. 47 Υπόθεση C-173/03, σκέψη 46. 48 Υπόθεση C-173/03, σκέψη 44. 49 Υπόθεση C-212/04. 50 Υπόθεση C-212/04, σκέψεις 122-123. 51 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψη 42, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-446/04, σκέψη 220. 10 κράτος µέλος οφείλει να αποκαταστήσει τις συνέπειες της προκληθείσας ζηµίας λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί θεµελιώσεως της ευθύνης του κράτους. Κατά συνέπεια εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει, κατά περίπτωση, του κατά πόσον οι ενάγοντες δικαιούνται αποκατάσταση της ζηµίας που υπέστησαν λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου από ένα κράτος µέλος και, ενδεχοµένως, να προσδιορίσει το ποσό της αποζηµίωσης

52. Ως προς αυτό, το ∆ικαστήριο υπενθύµισε τις δύο κλασικές αρχές που πρέπει να ακολουθούν οι όροι που καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο, ήτοι ότι δεν µπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόµοιες απαιτήσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναµίας) ούτε να έχουν διαµορφωθεί κατά τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την επίτευξη αποζηµιώσεως (αρχή της αποτελεσµατικότητας) 

53. Το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει µια πραγµατική αποκατάσταση και δεν δέχεται κανέναν συµπληρωµατικό όρο που προέρχεται από το δίκαιο του κράτους µέλους ο οποίος θα καθιστούσε εξαιρετικά δυσχερή την επίτευξη αποζηµίωσης ή άλλων τρόπων αποκατάστασης

54. Έτσι, το ∆ικαστήριο δεν δέχθηκε την εφαρµογή οποιασδήποτε προϋπόθεσης υπαιτιότητας που αποτελεί τµήµα εθνικής νοµοθεσίας περί ευθύνης που υπερβαίνει την προαναφερθείσα προϋπόθεση της κατάφωρης παραβίασης

55 και για παράδειγµα θεώρησε ότι ο ολοσχερής αποκλεισµός της δυνατότητας αποζηµιώσεως του διαφυγόντος κέρδους δεν µπορεί να γίνει δεκτός

56. Στην νοµολογία του, το ∆ικαστήριο διευκρίνισε τους όρους εφαρµογής της ευθύνης από τις εσωτερικές έννοµες τάξεις. Όσον αφορά τα διαθέσιµα ένδικα βοηθήµατα: Το ∆ικαστήριο έκρινε ότι ο εθνικός δικαστής µπορεί να ερευνήσει αν ο ζηµιωθείς επέδειξε τη δέουσα επιµέλεια ώστε να αποφύγει τη ζηµία ή να περιορίσει την έκτασή της και, ιδίως, εάν χρησιµοποίησε εγκαίρως όλα τα µέσα παροχής εννόµου προστασίας που διέθετε

57. Πράγµατι, σύµφωνα µε µία γενική αρχή που είναι κοινή στα νοµικά συστήµατα των κρατών µελών, ο ζηµιωθείς, οφείλει να επιδείξει δέουσα επιµέλεια για να περιορίσει την έκταση της ζηµίας, διότι σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να µην αποζηµιωθεί

58. 52 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 58, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-6/95, σκέψη 34· υπόθεση C-118/00, σκέψη 40· υπόθεση C 63/01, σκέψη 87· υπόθεση C-446/04, σκέψεις 208 και 210· υπόθεση C-470/03, σκέψη 89· υπόθεση C-524/04, σκέψη 116· υπόθεση C-446/04, σκέψη 210· υπόθεση C-201/05, σκέψη 119· υπόθεση C-452/06, σκέψη 36. 53 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, σκέψεις 42-43, που επαναβεβαιώθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 67· υπόθεση C-5/94, σκέψεις 31-32· υπόθεση C-373/95, σκέψη 37· υπόθεση C-261/95, σκέψη 27· υπόθεση 127/95, σκέψη 112 υπόθεση C-424/97, σκέψη 33· υπόθεση C-224/01, σκέψη 58· υπόθεση C-446/04, σκέψεις 203 και 219· υπόθεση C-470/03 σκέψεις 89 και 94· υπόθεση C-524/04, σκέψη 123· υπόθεση C-446/04, σκέψη 219· υπόθεση C-201/05, σκέψη 126· υπόθεση C-445/06, σκέψη 31. 54 Υπόθεση C-470/03, σκέψη 90. 55 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 79, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-424/97, σκέψη 39. 56 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 87, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-470/03, σκέψη 95. 57 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 84, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση 445/06, σκέψη 60. 58 Υπόθεση C-104/89 και C-37/90, σκέψη 33, που επαναβεβαιώθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/93 και C9/93, σκέψη 85· υπόθεση 445/06, σκέψη 61. 11 Πάντως, το ∆ικαστήριο έκρινε, αναφερόµενο στην νοµολογία του στην υπόθεση Metallgesellschaft

59, ότι θα αντέβαινε στην αρχή της αποτελεσµατικότητας το να επιβληθεί στους ζηµιωθέντες να ασκούν συστηµατικά όλα τα ένδικα βοηθήµατα που έχουν στη διάθεσή τους, διότι αυτό θα εγκυµονούσε υπερβολικές δυσχέρειες ή δεν θα µπορούσε εύλογα να απαιτηθεί από αυτούς. Έτσι, το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην εφαρµογή µιας εθνικής κανονιστικής ρύθµισης που προβλέπει ότι ένας ιδιώτης δεν µπορεί να επιτύχει αποκατάσταση µιας ζηµίας, της οποίας την επέλευση παρέλειψε, εκ προθέσεως ή εξ αµελείας να εµποδίσει, ασκώντας ένδικο βοήθηµα, υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν ευλόγως απαιτητή η άσκηση αυτού του ενδίκου βοηθήµατος εκ µέρους του ζηµιωθέντος, πράγµα που οφείλει να εκτιµήσει το αιτούν δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της κύριας δίκης

60. Όσον αφορά τις προθεσµίες: Το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε, στην απόφαση Palmisani, «ότι το κοινοτικό δίκαιο […] δεν απαγορεύει στα κράτη µέλη να επιβάλλουν, όσον αφορά την άσκηση παντός είδους αγωγής για την αποκατάσταση της ζηµίας που έχει προκληθεί από την εκπρόθεσµη µεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ανατρεπτική προθεσµία ενός έτους που αρχίζει από τη µεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννοµη τάξη, υπό τον όρο ότι η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή από τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την άσκηση των προβλεπόµενων από το εσωτερικό δίκαιο παρόµοιων αγωγών» 

61. Για το ∆ικαστήριο, τέτοιου είδους προθεσµίες δεν δύνανται να καταστήσουν ουσιαστικά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωµάτων που αναγνωρίζονται από την κοινοτική έννοµη τάξη

62. Αλλά ο χρόνος παραγραφής πρέπει να είναι καθορισµένος εκ των προτέρων ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου

63. Εξάλλου, όταν η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία επί παραβάσει δυνάµει του άρθρου 226 της συνθήκης ΕΚ, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτεί τη διακοπή ή την αναστολή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής της προθεσµίας παραγραφής του δικαιώµατος αποζηµιώσεως λόγω της ευθύνης του κράτους συνεπεία παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου η οποία προβλέπεται από την εθνική νοµοθεσία

64. Με την ευκαιρία αυτή το ∆ικαστήριο υπενθυµίζει ότι η διαπίστωση παράβασης αποτελεί σηµαντικό στοιχείο αλλά δεν είναι απαραίτητη για να διαπιστωθεί η συνδροµή της προϋποθέσεως ότι η παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι αρκούντως κατάφωρη. Πράγµατι, τα δικαιώµατα των ιδιωτών δεν µπορούν να εξαρτώνται από την κρίση της Επιτροπής περί της σκοπιµότητας να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 226 της συνθήκης ΕΚ κατά κράτους µέλους, ούτε από την ενδεχόµενη απόφαση του ∆ικαστηρίου περί αναγνωρίσεως της παραβάσεως

65. Εξάλλου, στην ίδια απόφαση, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εµποδίζει την έναρξη του χρόνου παραγραφής µιας αξιώσεως αποζηµιώσεως λόγω ευθύνης του κράτους συνεπεία µη ορθής µεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο µιας οδηγίας από την ηµεροµηνία κατά την οποία επήλθαν οι πρώτες ζηµιογόνες συνέπειες της εν λόγω µη ορθής µεταφοράς και οι µετέπειτα 59 Υπόθεση C-397/98 και C-410/98, σκέψη 104, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-524/04, σκέψη 124· υπόθεση C-201/05, σκέψη 127· υπόθεση 445/06, σκέψη 63. 60 Υπόθεση 445/06, σκέψη 69. 61 Υπόθεση C-261/95, σκέψεις 39-40. 62 Υπόθεση C-228/96, σκέψη 19, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-62/00, σκέψη 35· υπόθεση C-445/06, σκέψη 32. 63 Υπόθεση C-62/00, σκέψη 34, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-445/06, σκέψη 33. 64 Υπόθεση C-445/06, σκέψεις 45-46. 65 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/93 και C9/93, σκέψεις 93 έως 95, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C445/06, σκέψεις 37-38. 12 ζηµιογόνες συνέπειες είναι προβλέψιµες, έστω και αν η ηµεροµηνία αυτή είναι προγενέστερη της ορθής µεταφοράς της οδηγίας

66. Όσον αφορά την αρµόδια για την αποκατάσταση αρχή: Στην απόφαση Konle

67, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι εναπόκειται σε κάθε κράτος µέλος να διασφαλίσει την αποκατάσταση των ζηµιών που υφίστανται οι ιδιώτες λόγω µη τήρησης του κοινοτικού δικαίου, ανεξάρτητα από την δηµόσια αρχή που διαπράττει την εν λόγω παράβαση και ανεξάρτητα από το ποια αρχή βαρύνει η ευθύνη της εν λόγω αποκατάστασης, καταρχήν, σύµφωνα µε το δίκαιο του οικείου κράτους µέλους

68. Τα κράτη µέλη δεν µπορούν να επικαλεσθούν την εσωτερική τους έννοµη τάξη για να απαλλαγούν της ευθύνης τους

69. Πάντως, στην περίπτωση οµοσπονδιακών κρατών, εφόσον οι διαδικαστικές λεπτοµέρειες που υφίστανται στην εσωτερική έννοµη τάξη επιτρέπουν την αποτελεσµατική προστασία των δικαιωµάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, τότε η αποκατάσταση των ζηµιών που προκαλούνται στους ιδιώτες από µέτρα εσωτερικής τάξης τα οποία λήφθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου δεν πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίζεται από το οµόσπονδο κράτος για να πληρούνται οι κοινοτικές υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους µέλους

70. Η αρχή αυτή επεκτάθηκε στην υπόθεση Haim

71 στα κράτη µέλη χωρίς οµοσπονδιακή δοµή στα οποία ορισµένες διοικητικές αρµοδιότητες διασφαλίζονται, στη βάση της αποκέντρωσης, από τις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης που διαθέτουν κάποια αυτονοµία ή από οποιονδήποτε άλλο οργανισµό δηµοσίου δικαίου που διακρίνεται νοµικά από το κράτος. Ως προς αυτό, το ∆ικαστήριο εκτίµησε ότι: «το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη που υπέχει ένας οργανισµός δηµοσίου δικαίου για την αποκατάσταση των ζηµιών που προκάλεσαν στους ιδιώτες µέτρα που έλαβε κατά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, παράλληλα µε την ευθύνη του ίδιου του κράτους µέλους» 

72. Όσον αφορά την καταλληλότητα της αποκατάστασης: Τέλος, στην απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame, το ∆ικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η αποκατάσταση πρέπει να είναι ανάλογη προς την προξενηθείσα ζηµία, ήτοι να δύναται να εξασφαλίζεται αποτελεσµατική προστασία των δικαιωµάτων των ζηµιωθέντων ιδιωτών

73. Η εύλογη αποκατάσταση της ζηµίας µπορεί να λάβει τη µορφή αναδροµικής, σύννοµης και πλήρους εφαρµογής των µέτρων εκτέλεσης της οδηγίας, υπό τον όρο ότι η οδηγία έχει συννόµως µεταφερθεί, εκτός εάν οι δικαιούχοι αποδεικνύουν την ύπαρξη περαιτέρω ζηµίας την οποία υπέστησαν λόγω του ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκοµίσουν, όταν έπρεπε, τα οικονοµικά οφέλη που εγγυάται η εν λόγω οδηγία, µε συνέπεια να είναι επιβεβληµένη η αποκατάσταση της εν λόγω ζηµίας

74. 66 Υπόθεση C-445/06, σκέψη 56. 67 Υπόθεση C-302/97. 68 Υπόθεση C-302/97, σκέψη 62, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-424/97, σκέψη 27· υπόθεση C-118/00, σκέψη 35. 69 Υπόθεση C-424/97, σκέψη 28. 70 Υπόθεση C-302/97, σκέψεις 63-64, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-424/97, σκέψη 30. 71 Υπόθεση C-424/97. 72 Υπόθεση C-424/97, σκέψεις 31-32. 73 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, σκέψη 82, που επαναβεβαιώθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, σκέψεις 48 και 54· υπόθεση C-373/95, σκέψη 36· υπόθεση C-261/95, σκέψη 26. 74 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, σκέψεις 51 έως 54, που επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση C373/95, σκέψη 39· υπόθεση 131/97, σκέψη 53· υπόθεση 371/97, σκέψη 39. 13 7.

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Το ∆ικαστήριο δεν έχει επιβάλει ενιαίο καθεστώς ευθύνης στα κράτη µέλη, αλλά έχει προσδιορίσει, σε κοινοτικό επίπεδο, τις τρεις βασικές προϋποθέσεις της ευθύνης αυτής, εµπιστευόµενο την εφαρµογή τους στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων, πράγµα που τους επιτρέπει να λαµβάνουν υπόψη, εφόσον η τήρηση των κοινοτικών κανόνων το επιτρέπει, τις ιδιαιτερότητες των εθνικών δικαίων σχετικά µε την ευθύνη. * * *

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

    • Δημοσίευση: Αργύριος Μαρινάκης Έλλην Πολίτης
      Σάς άρεσε;
      Γίνετε αναγνώστες τής Ιστοσελίδος μας μέ ένα κλίκ, επάνω δεξιά στήν αρχή τής σελίδος
      Σχολιάστε!!!
      Διαδώστε!!!!
      14/06/2021 - 34624 - 45023
      Σκέψου...δεν είναι παράνομο ακόμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου