Η ΑΠ 293/2014 ΓΙΑ ΤΟ ΕΕΤΗΔΕ .
ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΕΧΕΙ ΚΑΘΕ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΚΗΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΘΑ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΘΕ ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΟΤΙ ΕΑΝ ΑΥΤΟΣ ΕΠΙΒΑΛΕΤΑΙ ΑΝΕΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ.
ΕΠΙΣΗΣ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΤΟ ΣΤΕ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΕΝΕΡΩΝ ΩΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΔΕΧΘΗΚΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΗ . ΕΑΝ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ ΜΕΙΝΕΙ ΩΣ ΕΧΕΙ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΙΔΙΩΤΕΣ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥΣ, ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΣΟΦΡΩΝΙΣΤΙΚΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ. ΗΔΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΘΗΚΕ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΤΟ ΦΟΡΟ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΚΑΤΩΘΙ:
Αριθμός 293/2014
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 293/2014
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Γεώργιο Σακκά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 18 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον Δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ Καρατσιώλη και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: Α. 1. Του Δευτεροβάθμιος Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις.
2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)» που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Ιωάννη Αννουσάκη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις
4.Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
(ΔΙ.ΚΑ.Π.)» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Γ. 1. Γεωργίου Κόκκα, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε ατομικά και αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις, 2. Της Ένωσης προσώπων με την επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παρίσταται με τον νόμιμο εκπρόσωπο της Γιώργο Κόκκα αυτοπροσώπως, λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσαν προτάσεις.
Β. Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ’ ά παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Του Δευτεροβάθμιου Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)» που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Ιωάννη Αννουσάκη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις
4. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.)» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
και 6. Του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ Καρατσιώλη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Γεωργίου Κόκκα, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αριθ. κατάθ. Δικογρ. 195279/2155/201 1 από 27-10-201 1 αγωγή των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, την με αριθ. δικογρ. 23141 1/2457/201 1 από 20-12-201 1 προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου, της ήδη Β αναιρεσείουσας και Α.)Β αναιρεσιβλήτου, και τις από 26-1-2012 προτάσεις από 25-1-2012 προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της προσεπικαλούσας και των ήδη Α και Β,(1,2,3,4,5) ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η απόφαση: 1101/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Α. με την από 12/12/2012 αίτηση του και η αναιρεσείουσα Β. με την από 13-12-2012 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Σακκάς, ανέγνωσε την από 13-3-2013 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 12-12-2012 Α. αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη της από 13-12-2012 Β. αιτήσεως αναιρέσεως.
Οι πληρεξούσιοι του Α αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων Α και Β αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
I. 1. Επειδή πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, διότι στρέφονται κατά της ίδιας υπ’αριθμ. 1101/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πωτοδικείου Αθηνών: α) η από 13-12-2012 αίτηση
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
αναίρεσης της ανώνυμης εταιρεία
την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) και β) η από 12-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου (αρθρ.246 Κ.Πολ.Δ.).
2. Όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των δικογράφων των υπό κρίση αναιρέσεων, ως αρχική δικάσιμος των υποθέσεων είχε οριστεί η 22 Μαρτίου 2013, οπότε με επισημείωση στο πινάκιο αναβλήθηκαν αυτές, χωρίς παράλληλα να βεβαιώνει κλήτευση αυτών κατά την αρχική ή μετ’αναβολή δικάσιμο με άμεση δικονομική συνέπεια το απαράδεκτο της συζητήσεως της υποθέσεως ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο. Κατ’αυτήν όμως, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι 1) Πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π)» και 2) πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ», τα οποία δεν είχαν παραστεί νομίμως κατά την αρχική δικάσιμο της 22-3-2013, του 4ου και 5ου των αναιρεσιβλήτων, φερομένων ότι εκπροσωπούνται διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Νάκη, χωρίς όμως να προκύπτει ότι η τελευταία διέθετε την απαιτούμενη προς τούτο πληρεξουσιότητα. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι της δημοσιεύσεως της περί αναβολής μη οριστικής
αποφάσεως ισοδυναμούσης με επίδοση στους-παριστάμενους διαδίκους (άρθρ. 576 παρ.2 και 310 παρΥ ΚΠολΔ).
3. Από τα άρθρα 522, 321, 322 και 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με έφεση καθίσταται τελεσίδικη και αναπτύσσει αμέσως δεδικασμένο και εκτελεστότητα και άρα προσβάλλεται με αναίρεση. Τελεσίδικη καθίσταται η απόφαση και συνεπώς υπόκειται σε αναίρεση και σε περίπτωση που εχώρησε παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως ή από την ήδη ασκηθείσα έφεση κατά της απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που δέχτηκε κατ’ουσίαν ορισμένα αγωγικά κεφάλαια, ενώ για τα υπόλοιπα κεφάλαια που απορρίφτηκαν άσκησε έφεση ο ενάγων (ΑΠ 162/1997). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικόγραφα των υπό κρίση αναιρέσεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα ΔΕΗ, με δήλωση που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης της παραιτείται από το δικόγραφο της από 3-12-2012 εφέσεως της και από το δικαίωμα της εφέσεως κατά της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης, δυνάμει των υπ’αριθμ. 35588/11-12-2012 και 35591/12-12-2012 πληρεξουσίων του Συμβ/φου Αθηνών Χρήστου Στείρου, που παρασχέθηκε στους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χαράλαμπο Συνοδινό και Ελευθέριο Καστρήσιο αντίστοιχα, που υπογράφουν την αναίρεση. Επίσης το Ελληνικό Δημόσιο, ως προσθέτως παρεμβαίνων στην πρωτόδικη δίκη/ υρτίέρ της ΔΕΗ, με
δήλωση των πληρεξουσίων νομικών συμβούλων του Αλέξανδρου Καραγιάννη και Θεόδωρου Ψυχογιού, που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης, το οποίο και υπογράφουν, μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους (Τμήμα Β’), όπως προκύπτει από το 5729/10-12-2012 πρακτικό του, που εγκρίθηκε νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και προσαρτάται στο δικόγραφο της αναίρεσης, παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της 1101/2012 προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως, μετά την ανωτέρω παραδεκτή παραίτηση από το δικαίωμα της εφέσως, η προσβαλλόμενη οριστική κατά τούτο απόφαση, ως προς τα κεφάλαια που δέχτηκε κατ’ουσία, κατέστη τελεσίδικη και άρα οι κρινόμενες αναιρέσεις κατ’αυτής είναι παραδεκτές (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του Γεωργίου Κόκκα (προσθέτως παρεμβαίνοντος) που υποβάλλεται με τις προτάσεις του, ότι αυτές δεν ασκήθηκαν παραδεκτώς, διότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν κατέστη τελεσίδικη, αφού ως προς το κεφάλαιο περί υποχρέωσης της ΔΕΗ για επανασύνδεση της παροχής ρεύματος σε όσους καταναλωτές διεκόπη, το οποίο απερρίφθη πρωτοδίκως ως αόριστο, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες στην πρωτόδικη δίκη, δηλαδή ο ίδιος και η ένωση προσώπων με την επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας» άσκησαν την από 14-12-2012 (αριθ.κατ. 7966/2012) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναβλητική απόφαση του Εφετείου Αθηνών μέχρις εκδόσεως απόφασης επί των ενδίκων αναιρέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμός Ακολούθως πρέπει να ερευνηθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως^ ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
4. Από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.1 έως 19 του ν.2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, συνάγεται σαφώς ότι ανατέθηκε σε ενώσεις καταναλωτών με σωματειακό χαρακτήρα η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού με την άσκηση συλλογικής αγωγής. Αντικείμενο της αγωγής αυτής, την οποία οι ενώσεις αυτές μπορούν να ασκήσουν εναντίον των προμηθευτών, είναι η δικαστική βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απηγόρευσή της ή η ρύθμιση κατάστασης κατά τρόπο που να μην προσβάλλει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 19 του άρθρου 10 ιδίου νόμου, αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή έδρας του εναγομένου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ κατά την παράγραφο 20 του ιδίου άρθρου, η εκδιδομένη απόφαση παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει υπαγάγει την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ.παρ.1 και 9 του Ν.2251/1994 στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικα/οδοσίας. Με το άρθρο 53 παρ.1 του ν.4021/201 1 επιβλήθηκε «ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του ν.2130/1993 (A’62)», ως προς δε το προσδιοριστικό στοιχείο του τέλους αυτού ορίσθηκαν στις επόμενες διατάξεις του ιδίου άρθρου τα εξής: «2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφανείας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες: α) … {πίνακας συντελεστών ειδικού τέλους (ευρώ/τ.μ.)] β)… [πίνακας συντελεστών παλαιότητας] 3. το ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών γιο τις οποίες υπολογίστηκε από τη ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στη\£ παλαιότητα του ακινήτου, σύμφωνα με τους πίνακες της\ προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών. 4. Το τέλος βαρύνει γ ι οί μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακίνητου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή για δε το 2012 τον κατά την 28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη. 5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν: α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ, στους Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις, β) … γ)… Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος: α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων β) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα…-ως χώροι ιστορικών και αρχαιολογιιοων\ μνημείων και γ) Τα ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση. 6. Κατ’εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε: α) πολύτεκνο… β) σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΦΕ, ανάπηρο, … Ομοίως, κατ’ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε μακροχρόνια άνεργο 7. Για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ο δικαιούχος … υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.)…».
Από το περιεχόμενο του, παραδεκτώς, κατ’άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκοπούμενου δικογράφου της κρινόμενης αγωγής, προκύπτει ότι οι ενάγοντες-νυν αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι είναι ενώσεις και σωματεία καταναλωτών εκθέτουν ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου 53 ν. 4021/201 1 και της εκδοθείσας κατά νομοθετική εξουσιοδότηση υπ’ αριθμ. 1211/10-10-2011 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργοί) Οικονομικών ανατέθηκε στην εναγομένη ΔΕΗ- η επιβολή και ο καθορισμός του τέλους ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, η ενσωμάτωση του τέλους στο λογαριασμό εκάστου καταναλωτή και η είσπραξη αυτού επί ποινή διακοπής της ηλεκτροδότησης σε “περίπτωση μη πληρωμής του ως άνω λογαριασμού και τέλος η σύνταξη και αποστολή των καταλόγων με τα ονόματα των καταναλωτών που δε προέβησαν σε πληρωμή και το επιβαλλόμενο τέλος στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων προκειμένου να γίνει η ταμειακή βεβαίωση του (του ως άνω τέλους). Ότι όλες οι ως άνω επιβληθείσες υποχρεώσεις σε βάρος της εναγομένης είναι παράνομες καθόσον οι προαναφερθείσες διατάξεις από τις οποίες αυτές απορρέουν αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, όπως ειδικότερα αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι για τους λόγους αυτούς παράνομη καθίσταται και η μελλούμενη να εκδηλωθεί συμπεριφορά της εναγομένης και με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητούν, μεταξύ των άλλων, να υποχρεωθεί να δέχεται την καταβολή από τους καταναλωτές του αντιτίμου του λογαριασμού που εκδίδει, αφαιρουμένου του ποσού του ως άνω τέλους ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να ενσωματώνει, υπολογίζει και καταλογίζει στους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος που αυτή εκδίδει το ως άνω τέλος ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων τους ως άνω καταλόγους και όλα τα ως άνω με την απειλή σε βάρος της 100.000 € για κάθε μία επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω παραβιάσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση /έκρινε ως νόμιμη και κατ’ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή, δεχόμενο ότι οι, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη , επιβληθείσες εις βάρος της εναγομένης-νυν αναιρεσείουσας ΔΕΗ και υπέρ του νυν αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου υποχρεώσεις είναι παράνομες, καθόσον αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρ.2 παρ.1, 4 παρ.1 και 5, 17 παρ.2, 20 παρ.1, 21 παρ.1, 78 παρ.παρ.1 και 4, 26 παρ.παρ.1 και 3) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Α) Επί της από 13-12-2012 αίτησης αναίρεσης της εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ».
Ο από το άρθρο 559 αριθμ.4 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν πρόκειται α) για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, τις οποίες ο νόμος δεν έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια και β) για υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’αυτές.
Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ.4 ΚΠολΔ, προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, πρόκειται για διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε
στην προηγηθείσα νομική σκέψη η υπό κρίση διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου καθόσον αναφέρεται σε έννομη σχέση, καταρτισθείσα μεταξύ ιδιωτών (καταναλωτές και προμηθευτής) και αφορά τη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, δηλαδή (ΔΕΗ) αφετέρου και ειδικότερα αφορά την μονομερή παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης, για συνεχή και ακώλυτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά συνέπεια, η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 10 παρ.1 και 9 του Ν.2251/1 994).
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολο της και να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του ^ ) παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ).
Β) Επί της από 12-122012 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.
1. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την ίδια ανωτέρω αιτίαση, ότι δηλαδή υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ πλημμέλεια της υπέρβασης δικαιοδοσίας καθώς και στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ, εκ του ότι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Ο λόγος αυτός
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος με την ίδια ως άνω αιτιολογία.
2. Ο, από το άρθρο 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το απαράδεκτο, λόγω μη αναβολής της συζήτησης ή μη αναστολής της δίκης, επιβάλλεται από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. και όχι από άλλες διατάξεις, οι οποίες είτε επιδιώκουν φορολογικούς μόνο σκοπούς είτε αφορούν τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων άλλης δικαιοδοσίας. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πρωτοδικείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, εκ του ότι δεν προέβη σε αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, κατ’άρθρ.1 ν.3900/2010, παρ’όλο που εκκρεμούσε το ίδιο νομικό ζήτημα ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, είναι απορριπτέος, ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι η επικαλούμενη από το αναιρεσείον, ως επιβάλλουσα την αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, διάταξη αναφέρεται στη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και μόνον, όπως ορθώς αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, η δε κατ’εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ αναβολή της υποθέσεως υπόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
3. Ο από το άρθρ. 559 ριθμ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται όταν κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν
Αριθμ. αττόφ.293/2014 – σελ. 18 –
Με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δίκασαν δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, υπέπεσε την από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι: α) εσφαλμένα εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2251/1994, επί των οποίων έκρινε ότι στηρίζεται το νόμιμο της αγωγής, ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, οι διατάξεις αυτές δεν είναι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση (τρίτος λόγος) και β) εσφαλμένα έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 53 του Ν.4021/2011, περί επιβολής Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 54, 17 παρ.2, 209 παρ.1, 21 παρ.1, 78 παρ.1 και 4, καθώς και άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (τέταρτος λόγος), όπως επίσης αντιβαίνουν και στο άρθρο 26 παρ.1 και 3 του Συντάγματος (πέμπτος λόγος), ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, η ως άνω διάταξη (άρθρ.53 Ν.4021/2011) είναι συμβατή με το Σύνταγμα και με την ΕΣΔΑ.
Ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην προηγηθείσα αρχική νομική σκέψη, η κρινόμενη (συλλογική) αγωγή, υπό το ως άνω περιεχόμενό της, στηρίζεται, κατά το νόμω εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσε εσφαλμένα το βάσιμο αυτής, στις ως άνω διατάξεις, όπως ορθώς έκρινε και το δίκασαν δικαστήριο της ουσίας.
4. Όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης, τους αναφερόμενους στη συμβατότητα ή μη με το Σύνταγμα, και με την ΕΣΔΑ της ως άνω διάταξης του άρθρου 53 του Ν.4021/2011, πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) Όπως αναφέρεται στην αρχή της πρώτης παραγράφου του ως άνω άρθρου 53 του ν. 4021/2011 και όπως αναλύεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο διατάξεως του άρθρου 53, το οποίο είχε κατατεθεί ως “προσθήκη-τροπολογία”, η επιβολή του τέλους αυτού υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα έκτακτα και κατεπείγοντος χαρακτήρα, ώστε, πάρα την αναθεώρηση των προβλέψεων για το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεπεία αναθεωρήσεως του βαθμού ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, να καταστεί παρ’ όλα αυτά δυνατόν να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι μειώσεως του ελλείμματος τόσο για το 2011 όσο και για το 2012. Ως εκ τούτου, εφ’ όσον δηλαδή το επίδικο τέλος δεν επιβάλλεται σε ανταπόδοση συγκεκριμένης υπηρεσίας παρεχομένης από το Κράτος προς τους επιβαρυνομένους με αυτό, τα δε έσοδα από την είσπραξη του περιέρχονται στον κρατικό προϋπολογισμό προς κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού, δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος, αλλά φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Άλλωστε, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, από την οποία, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, εξαρτάται απολύτως η πραγματική αξία της βαρυνομένης με το επίδικο τέλος ακίνητης περιουσίας, συνιστά μεν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όχι, όμως παροχή ειδικής ωφελείας προς τους βαρυνομένους με αυτό, ώστε να αναιρείται ο χαρακτήρας του εν λόγω “τέλους” ως φορολογικής επιβαρύνσεως.
β) Στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος», στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, το αντικείμενο και το υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής καθώς και οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται, όμως, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιβολή φόρου δια του προσδιορισμού του υποκειμένου, του αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου, εφ’ όσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από την διάταξη του άρθρου78 παρ.1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικό στοιχεία του φόρου. γ) Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνομένους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευομένη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημ περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές.
δ) Από τις διατάξεις των παρ.1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, η δεύτερη δε αυτή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου, κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάση κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (βλ. Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σελ. 396). Στο άρθρ. 78 παρ.1 του Συντάγματος καθορίζονται, κατά τρόπο περιοριστικό, τα στοιχεία, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές), με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συνα/θεί, κατ’αρχή, φοροδοτική ικανότητα, αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιβολή των κατ’ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση αποτελεί όριο, στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής , η παράβαση του οποίου συνιστά αντικείμενο δικαστικής κρίσεως, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η απορρέουσα δε από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις υποχρέωση του φορολογικού νομοθέτη να σέβεται τις αρχές της καθολικότητας και της ισότητος του φόρου και, ειδικώτερα να τηρεί το κριτήριο της φοροδοτικής ικανότητος δεν αναιρείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογική επιβάρυνση δεν θεσπίζεται ως πάγια, μέλλουσα να ισχύσει επ’ αόριστον, αλλά μόνον για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χαρακτηριζόμενη ως «έκτακτη». Εν προκειμένω, με το άρθρο 53 του ν.4021/201 1 επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση «στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται στο κατά το άρθρο 24 του ν. 2130/1993 τέλος ακίνητης περιουσίας (παρ.1). Η φορολογική αυτή επιβάρυνση, η οποία επιβάλλεται για τα έτη 2011 και 2012 (παρ.4).χαρακτηριζόμενη στον τίτλο του εν λόγω άρθρου ως «έκτακτη», υπολογίζεται βάσει του εμβαδού, της παλαιότητος και της τιμής ζώνης του ακινήτου (παρ.2) και βαρύνει τον κύριο ή επικαρπωτή αυτού (παρ.4). Περαιτέρω, στην παρ. 5 του ως άνω άρθρου προβλέπονται περιπτώσε| ακινήτων, τα οποία, εν όψει του προσώπου του ιδιόκτητο ή/και της χρήσεως των, απαλλάσσονται του φόρου, ενώ στην παρ. 6 του άρθρου αυτού προβλέπονται, υπό προϋποθέσεις, η επιβολή μειωμένου συντελεστή στους πολύτεκνους και στους ανάπηρους και η απαλλαγή των μακροχρονίως ανέργων που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ. (ή στα αντίστοιχα μητρώα ανέργων ναυτικών, τεχνικών τύπου και υπαλλήλων ημερησίων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης), η λήψη, όμως, υπ’ όψιν όλων των ως άνω κρισίμων για την βεβαίωση του επιμάχου φόρου παραμέτρων λαμβάνει χώραν-όπως συνάγεται από την παρ. 7 (στην οποία γίνεται λόγος και για επιστροφή του φόρου), μετά την κατά την παρ.8 βεβαίωση (εξατομίκευση) του φόρου που συντελείται με την εγγραφή στις μηχανογραφικές καταστάσεις που καταρτίζει η ΔΕΗ (και οι λοιποί εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος). Όμως, οπό μόνα τα προεκτεθέντα τρία στοιχείο (εμβαδόν, παλαιότης, τιμή ζώνης) του ακινήτου, βάσει των οποίων, κατά την παρ.8, γίνεται η βεβαίωση του φόρου με τις ανωτέρω μηχανογραφικές καταστάσεις , ασυνδέτως προς άλλα κριτήρια αντικειμενικά (προσδιοριστικά της αξίας ή/και της αποδόσεως των ακινήτων) και κυρίως, υποκειμενικά (εισοδηματικά, περιουσίας, προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως), δεν αποδεικνύεται, ουδέ καν τεκμαίρεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας του κυρίου ή επικαρπωτού του ακινήτου και η έκταση της ικανότητας αυτής, η μη λήψη δε υπ’ όψιν της φοροδοτικής ικανότητας των βαρυνομένων με τον επίμαχο φόρο προσώπων για την επιβολή αυτού συνιστά παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, εν όψει μάλιστα και της, κατά τον χρόνο θεσπίσεως αυτού, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μειώσεως μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών, όπως αυτά προσδιορίζονται ειδικώτερα κατωτέρω). Περαιτέρω, ο προσδιορισμός του κύκλου των βαρυνομένων με τον φόρο αυτό προσώπων παρίσταται, εν όψει του εξαγγελλόμενου σκοπού («άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος»), αυθαίρετος, διότι οι επίμαχες ρυθμίσεις θίγουν τις, καθιερούμενες από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, αρχές της καθολικότητας και της ισότητος του φόρου, αφού εισάγουν διαφορετική μεταχείριση, ανεπίδεκτη δικαιολογήσεως εν όψει του προαναφερθέντος σκοπού, μεταξύ, αφ’ενός μεν, των ως άνω προσώπων (ιδιοκτητών ή επικαρπωτών δομημένων επιφανειών οικιστικής ή εμπορικής χρήσεως), τα οποία θεωρούνται ως έχοντα φοροδοτική ικανότητα, και, αφ’ ετέρου των ιδιοκτητών ή επικαρπωτών άλλων, ενδεχομένως προσοδοφόρων, ακινήτων μη ηλεκτροδοτούμενων ή μη δομημένων ή ακινήτων βιομηχανικής, βιοτεχνικής, γεωργικής ή κτηνοτροφικής χρήσεως ή χωρών αθλητικών εγκαταστάσεων. Είναι επίσης, εκτός άλλων περιπτώσεων, ανεπίδεκτη δικαιολογήσεως, εν όψει του προεκτεθέντος σκοπού του νόμου, και η, κατά την παρ.6 του εν λόγω άρθρου, απαλλαγή από τον επίμαχο φόρο των ακινήτων, που ιδιοκατοικούνται αποκλειστικώς από μακροχρονίως ανέργους εγγεγραμμένους στα μητρώα του ΟΑΕΔ (ή στους σχετικούς καταλόγους ανέργων ναυτικών, τεχνικών τύπου και προσωπικού ημερησίων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης), όχι δε και των ακινήτων, που ιδιοκατοικούνται από τους λοιπούς πράγματι, κατά κοινήν πείραν, μακροχρονίως ανέργους, των οποίων δεν προβλέπεται κατά νόμο η εγγραφή στα ανωτέρω μητρώα (λ.χ. των μακροχρονίως άνεργων που δεν είχαν απασχοληθεί ως μισθωτοί, αλλά ως ελεύθεροι επαγγελματίες). Εν όψει των ανωτέρω, όλως ενδεικτικώς επισημανθέντων, οι ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 .αντίκειται στις διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, τούτο δε ανεξαρτήτως αν οι ρυθμίσεις αυτές, ως επιβάλλουσες φορολογικές επιβαρύνσεις για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «έκτακτες». Σημειωτέον, άλλωστε, ότι ο επίμαχος φόρος δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έκτακτος» υπό την έννοια του φόρου που επιβάλλεται για την αντιμετώπιση εκτάκτων και απροβλέπτων καταστάσεων (όπως λ.χ. φυσικών καταστροφών, θεομηνιών, πολεμικών γεγονότων) αφού το ίδιο το Σύνταγμα έχει ειδικές ρυθμίσεις για τις έκτακτες αυτές καταστάσεις και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγηση του από τον κοινό νομοθέτη, δεδομένου ότι η θέσπιση του στις 3.10.2011, με άμεση ισχύ από της ημερομηνίας αυτής, χωρίς σχετική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του έτους 2011 (κατά παράβαση δηλαδή των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 79 του Συντάγματος) αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας, στην πρόληψη των προβλημάτων (δημοσιονομικών ελλειμμάτων) που μέλλουν να προκύψουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού 2011 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012- 2015, ενώ, εξ άλλου, ο χαρακτηρισμός του, ως εκτάκτου, καταρρίπτεται και από το γεγονός ότι ο φόρος αυτός, όπως είναι κοινώς γνωστό, επιβλήθηκε και καθολόκληρη τη διάρκεια του 2013. Οι προαναφερθείσες και απορρέουσες οπό το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη ισχύουν ακόμα και σε περιόδους οικονομικών κρίσεων κατά τις οποίες η Πολιτεία αναγκάζεται να λάβει έκτακτα οικονομικά μέτρα, τα οποία επιβάλλονται παραλλήλως με τους τακτικούς φόρους, για τη θεραπεία επιτακτικών αναγκών υπέρτερου εθνικού συμφέροντος και έχουν ως συνέπεια ιδιαίτερα επαχθείς επιβαρύνσεις για μεγάλες κατηγορίες πολιτών. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ρυθμίσεις και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας- Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (ΦΕΚ Α’ 40) η χώρα αντιμετωπίζει την τελευταία τριετία πρωτόγνωρες οικονομικές συνθήκες και την μεγαλύτερη δη.μοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών η οποία απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία ( την αιτιολογική έκθεση του νόμου και την απόφαση Ολομ. ΣτΕ 668/2012). Προς αντιμετώπιση των σοβαρών αυτών προβλημάτων ελήφθησαν ήδη μέτρα με τα οποία επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα φυσικών προσώπων (άρθρο 18 του ν.3758/2009), μειώθηκαν οι μισθοί των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα (άρθρα 1 και 2 του ν.3833/2010), αυξήθηκαν οι συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας και διαφόρων ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12- 15 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 (άρθρο 5 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης στο ετήσιο συνολικό καθαρό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/201 1), επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά επί της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει οπό την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης (άρθρο 30 του ν. 3986/2011) και επιβλήθηκε ετήσιο τέλος επιτηδεύματος στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα (άρθρο 31 του ν. 3986/2011). Κατόπιν αυτών των διαδοχικών φορολογικών και εισοδηματικών μέτρων είναι προφανές ότι οι έλληνες πολίτες έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, επηρεάζουν ουσιωδώς το πραγματικό επίπεδο της φοροδοτικής τους ικανότητας. Εξάλλου, η επίδικη επιβάρυνση του ν.4021/2011 αποτελεί φόρο που επιβάλλεται επί της ακίνητης περιουσίας των πολιτών, η οποία έχει ήδη υποστεί σοβαρή μείωση της αξίας της, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, εφόσον η βαθύτατη οικονομική κρίση έχει ως συνέπεια τον δραματικό περιορισμό των αγοραπωλησιών των ακινήτων και την κλιμακούμενη αύξηση του αριθμού των ακινήτων που δεν προσπορίζουν εισόδημα στους ιδιοκτήτες τους. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4021/201 1 προκύπτει ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε αποκλειστικά και μόνο γενικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το σύνολο των ακινήτων και την αξία τους σε ολόκληρη την επικράτεια και αρκέσθηκε να προσδιορίσει το συνολικό ποσό που θα εισπράξει το κράτος από την επιβολή του φόρου. Με το δεδομένα αυτά οι διατάζεις του άρθρου 53 του ν. 4021/201 1 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος και 78 παρ.1 του Συντάγματος διότι επιβάλλουν ένα ακόμα φορολογικό βάρος στους έλληνες πολίτες χωρίς να συνεκτιμάται διόλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τόσο για την επιβολή αυτού τούτου του φόρου όσο και για το ύψος του, η συνολική μέχρι σήμερα φορολογική τους επιβάρυνση, με την άθροιση τακτικών και εκτάκτων φορολογικών υποχρεώσεων, η οποία έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στη φοροδοτική ικανότητα και ως εκ τούτου στη διατήρηση ανεκτού βιοτικού επιπέδου για πολλές κατηγορίες πολιτών, που έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι για τον επίδικο φόρο δεν προβλέπεται απαλλαγή ούτε καν της πρώτης κατοικίας που αποτελεί, ιδίως εν μέσω βαθειάς οικονομικής κρίση αναγκαίο στοιχείο για την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και για την προστασία της οικογένειας, κατά τα ‘^ άρθρα 2 παρ.1 και 21 του Συντάγματος, τα οποία, επίσης, παραβιάζονται από την επιβολή του επίδικου φόρου. Η επιβολή του φόρου αυτού επί της ακίνητης περιουσίας, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, όσο και από τις ίδιες τις ρυθμίσεις του, υπαγορεύεται από την ανάγκη «άμεσης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος» και περιορίζεται μόνο στις «ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες» και αποβλέπει μόνο στην άμεση είσπραξη του οικείου ποσού, την οποία (είσπραξη) εξασφαλίζει ο εισπρακτικός μηχανισμός, δια μέσου των λογαριασμών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ. Ενισχυτικό επιχείρημα της κρίσεως ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 53 του Ν.4021/2011 φόρος παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος είναι και το ότι ή κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος επιβολή φόρου σε είδος περιουσίας από τυπικό νόμο προϋποθέτει αυτοτελές προσοδοφόρο (έστω και κατά τεκμήριο) περιουσιακό αντικείμενο. Τέτοια στοιχεία δεν περιέχει το επίδικο ειδικό τέλος στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα με οικιστική ή εμπορική χρήση το οποίο επιβλήθηκε με κριτήριο τη δυνατότητα ταχείας είσπραξης των σχετικών εσόδων καθ’όσον το εμβαδόν μιας ηλεκτροδοτούμενης επιφάνειας δεν αποτελεί είδος περιουσίας κατά την έννοια του όρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν αποτελεί αυτοτελές προσοδοφόρο αντικείμενο ούτε καθίσταται τέτοιο από το είδος χρήσεως ή από το ότι διαθέτει ηλεκτρική παροχή. Η έλλειψη αυτή δεν δύναται να θεραπευθεί δια παραπομπής στο αντικείμενο του φόρου που προβλέπει το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2130/1993 διότι πρόκειται για διαφορετικά αντικείμενο φόρου. Ειδικότερα, το τέλος υπέρ Ο.Τ.Α. (αρθρ. 24 παρ. 1 ν. 2130/1993), υπολογίζεται επί της αξίας της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται εντός της διοικητικής τους περιφέρειας α) στα πάσης φύσεως ακίνητα που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή εντός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923 και β) στα κάθε είδους κτίσματα που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923. Σύμφωνα δε με την παραγρ.8 του άρθρου 24 του νόμου η βεβαίωση και είσπραξη του τέλους για τα ακίνητα, που έχουν μετρητή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ, γίνεται με βάση την κατάσταση υπόχρεων, στην οποίο αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία (η αξία κάθε ακινήτου ανά μετρητή της ΔΕΗ κλπ.). Κατ’ακολουθία όλων των προαναφερθέντων, είναι προφανές ότι ο επιβληθείς με το άρθρο 53 του Ν.4021/201 1 φόρος ακίνητης περιουσίας επί των ηλεκτροδοτούμένων δομημένων επιφανειών αντίκειται στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα στα άρθρ. 2 παρ. 1 και 4 , 4 παρ.1 και 5, 20 παρ.1, 21 παρ.1 και 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος.
ε) Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθετό Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256) ορίζεται ότι «Παν Φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φάρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φάρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφ’ όσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννΌΊα της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Rlcardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89).
Η επιβολή του ένδικου φόρου, συνιστά πολλαπλή επί του αυτού αντικειμένου φορολόγηση και διπλή εντός του ιδίου έτους φορολόγηση, με δεδομένο τους προαναφερθέντες πολλαπλούς νέους φόρους, που έχουν επιβληθεί, σε συνάρτηση με την κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό, επίσης, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, αφενός, και παράλληλης διατήρησης των τιμών των αγαθών στα υψηλά (προ της οικονομικής κρίσεως) επίπεδα αφετέρου, καθώς και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, υπό καθεστώς υφέσεως της οικονομίας, η οποία στην πραγματικότητα συνεπάγεται μείωση των αντικειμενικών αξιών και κατ’ακολουθία μείωση και των προσόδων εκ των ακινήτων, έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, σε σημείο μάλιστα που ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός εξ αυτών να αδυνατούν να εξασφαλίσουν ακόμη και τα ελάχιστα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης και κατά λογική συνέπεια, [fw«x αδυνατούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις, καθώς και την επίδικη φορολόγηση, λόγ εξαντλήσεως της φοροδοτικής του ικανότητας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η επιβολή του επίδικου φόρου (ΕΕΤΗΔΕ) συνιστά υπερβολικό βάρος, για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων, που επιβαρύνονται με αυτόν και επίσης κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση και κατά συνέπεια αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
5. Περαιτέρω, για την βεβαίωση και την είσπραξη του επιδίκου “τέλους” ορίζονται στις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 τα εξής: «8. Η βεβαίωση του ειδικού τέλους συντελείται με την εγγραφή στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. Αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος κατ’ έτος. Η βεβαίωση του τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν δεν καταβληθεί το τέλος μέσω του λογαριασμού κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου. 9. Το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου συνεισπράττεται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος για το έτος 2011 σε δύο (2) ισόποσες δόσεις που εκδίδονται από αυτούς από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους μέχρι τον Ιανουάριο του 2012». Όπως ρητώς ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 53 του ν. 402/2011, n βεβαίωση επίμαχου φόρου, n εξατομίκευση δηλαδή της φορολογικής οφειλής με τον προσδιορισμό του ύψους του φόρου και του προσώπου του υπόχρεου «συντελείται με την έγγραφη στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης νια το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ.». Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι – σε αντίθεση με το, επίσης εισπραττόμενο από την Δ.Ε.Η., τέλος ακίνητης περιουσίας του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, του οποίου η βεβαίωση συντελείται με την εγγραφή του υπόχρεου, κατά την παρ. 8 του εν λόγω άρθρου, στον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα – η βεβαίωση του επίμαχου φόρου συντελείται με την εγγραφή του ακινήτου στους καταλόγους που καταρτίζουν διάφορα νομικά πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα εμπορική ανώνυμη εταιρεία όπως η ΔΕΗ και -λοιποί εναλλακτικοί προμηθευτές, η εγγραφή δε στους χρηματικους καταλόγους που καταρτίζουν τα εν λόγω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αποτελεί για το Ελληνικό Δημόσιο τον τίτλο βεβαιώσεως του φόρου. Επομένως, με το σύστημα αυτό η βεβαίωση του φόρου, η εφαρμογή δηλαδή του φορολογικού νόμου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση με τον προσδιορισμό του προσώπου του υπόχρεου και του ύψους της φορολογικής οφειλής, ανατίθεται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Τούτο, όμως, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος, διότι η βεβαίωση του φόρου, έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο, αποτελεί βασική έκφραση της δημόσιας εξουσίας και της κυριαρχίας του Κράτους, οι οποίες, κατά τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, ασκούνται αποκλειστικά από όργανο του Κράτους (ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) και όχι από ιδιώτες (βλ. Ολομ. ΣτΕ 1934/1988). Ειδικώτερα δε, η βεβαίωση του φόρου, η οποία φέρει, κατ’εξοχή, τον χαρακτήρα πράξεως ασκήσεως του πυρήνα της δημόσιας εξουσίας, εκδίδεται αποκλειστικά από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), όπως επιβάλλει η καθιερούμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Την παραβίαση, εν προκειμένω, των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων δεν είναι ικανή να άρει η πρόβλεψη, στην παρ. 7 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, της δυνατότητος ελέγχου, από όργανα της κρατικής διοικήσεως, της γενομένης από τα ως άνω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου βεβαιώσεως του φόρου , και τούτο α) διότι κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι η αρμοδιότητα ως προς την βεβαίωση του φόρου και όχι ως προς τον επακολουθούντα έλεγχο αυτής, β) διότι ο έλεγχος αυτός δεν χωρεί σε κάθε περίπτωση, αλλά αφορά μόνο στις, κατά την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 53, περιορισμένες περιπτώσεις εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ή απαλλαγής προϋποθέτει δε αίτηση του ενδιαφερομένου. Με τον έλεγχο, άλλωστε, αυτόν παρέχεται -μετά την βεβαίωση, με τους καταρτιζόμενους από την Δ.Ε.Η. (και τους λοιπούς εναλλακτικούς προμηθευτές) καταλόγους, του επίμαχου φόρου βάσει του εμβαδού, της παλαιότητος και της τιμής ζώνης του ακινήτου – η δυνατότητα ανατροπής της εν λόγο) βεβαιώσεως δια της εκ των υστέρων λήψεως υπ’ όψιν των, κατά την παρ. 6 υποκειμενικών κριτηρίων φοροδοτικής ικανότητος που συνεπάγονται μείωση της φορολογικής επιβαρύνσεως ή απαλλαγή από αυτήν προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιστραφεί «επιπλέον τέλος που τυχόν καταβλήθηκε» (βλ. παρ.7 του άρθρου 53). Η πρόβλεψη, όμως, της ανωτέρω δυνατότητος αντίκειται στην αρχή της οριστικότητος της προσδιοριστικής του φόρου πράξεως που εμπεριέχεται στον κανόνα της βεβαιότητος του φόρου, ο οποίος αποτελεί ειδικώτερη έκφανση της, καθιερουμένης με το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αρχής της νομιμότητος του φόρου. Τέλος, η προπεριγραφείσα παραβίαση των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος
δεν αίρεται οπό την, προβλεπόμενη στο τελευταίο εδά της παρ. 8 του άρθρου 53 του ν. 4021/201 1, δυνατότητα εκ νέου βεβαιώσεως του επίμαχου φόρου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφού η νέα αυτή βεβαίωση τελεί υπό την αίρεση της μη καταβολής αυτού μέσω του λογαριασμού καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος. Ούτε, εξ άλλου, δύναται να θεωρηθεί ότι, αν όχι οι λοιποί προμηθευτές τουλάχιστον η Δ.Ε.Η. έχει ως προς την αρμοδιότητα βεβαιώσεως του επίμαχου φόρου διφυή χαρακτήρα. Και τούτο διότι ο διφυής χαρακτήρας, ως νομική έννοια αναγκαία για τη διασφάλιση του κρατούντος οργανικού κριτηρίου, προϋποθέτει νομικό πρόσωπο με ένδυμα μεν ιδιωτικού δικαίου, πλην όμως λειτουργούντος όχι με κερδοσκοπικό σκοπό αλλά προς το δημόσιο συμφέρον και υπαγόμενο, χάριν τούτου, σε ειδικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, ήτοι με προνόμια και υποχρεώσεις ασυμβίβαστα προς τις αρχές και απαιτήσεις του ελευθέρου ανταγωνισμού, στις οποίες υπάγεται πλέον η Δ.Ε.Η. σύμφωνα με την κοινοτική έννομη τάξη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το Δημόσιο, σε περίπτωση μη καταβολής του , επίμαχου τέλους μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος, διατηρεί, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 53, αρμοδιότητα «βεβαιώσεως» και εισπράξεως αυτού συμφωνά με τον ΚΕΔΕ, δεν αίρει την αντίθεση του συστήματος του νόμου προς τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο διότι η ως άνω «βεβαίωση» εντάσσεται πράγματι είτε στη διαδικασία τροποποιήσεως της αρχικής καταλογιστικής πράξεως (περιπτώσεις απαλλαγών, μειώσεων κλπ.) είτε στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως αυτής, η οποία, όμως, προϋποθέτει μη συμμόρφωση του οφειλέτου προς την ήδη γεννηθείσα με την εγγραφή του στους καταλόγους της Δ.Ε.Η. φορολογική υποχρέωση αυτού.
Τέλος, είναι διαφορετικό το ζήτημα της ανάθεσης της είσπραξης φόρων και τελών, δημοσίων και δημοτικών σε μη κρατικά όργανα (Τράπεζες, Ελληνικά Ταχυδρομεία κλπ., έναντι ανταλλάγματος), η οποία δεν αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ως άνω όργανα περιορίζονται μόνο στην απλή είσπραξη των ήδη βεβαιωμένων φόρων και τελών.
Τα ίδια έκρινε και το δίκασαν δικαστήριο της ουσίας, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, ως προς το ζήτημα της μη συμβατότητας με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, του επιβαλλομένου με το άρθρο 5 του Ν.4021/201 1 « Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτουμένων Δομημένων Επιφανειών» το οποίο, ως εκ τούτου, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και δεν υπέπεσε στην από το άρθ. 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου δύο τελευταίοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Δύο μέλη όμως του Δικαστηρίου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντής και ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Σακκάς είχαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρ. 53 του Ν.4021/2011 προκύπτει ότι ο νομοθέτης επικαλούμενος επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος της χώρας επέβαλε με το άρθρο 53 του ν.4021/2011 ένα έκτακτο ειδικό τέλος, το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., υπολογίζοντας ότι με την άμεση είσπραξη του ή και με την είσπραξη προκαταβολών θα επιτύχει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματα της χώρας. Ως νομοθετικά θεσμοθετημένο δημόσιο έσοδο, ο νομοθέτης εκχώρησε την αρμοδιότητα των Δ.Ο.Υ. προς είσπραξη του, στις οποίες υπό άλλη περίπτωση θα ανήκε η σχετική αρμοδιότητα, στη Δ.Ε.Η., η οποία είναι ν.π.ι.δ. και λειτουργεί υπό μορφή ανώνυμης εταιρείας (ν.2773/1999 και π.δ. 333/2000) παρέχοντας υπηρεσίες και δραστηριότητες κοινής ωφελείας (άρθρο 2 εδ. β’ ν.δ. 356/74), αλλά και στους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η φορολογική αυτή επιβάρυνση έχει έκτακτο χαρακτήρα και αφορά μόνο τα έτη 2011 και 2012, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 1 και 4 του ανωτέρω άρθρου του ν.4021/201 1. Περαιτέρω, στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος», στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι «το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις το αντικείμενο και υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής, καθώς και οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις οι απ’αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται όμως κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η επιβολή φόρου για του προσδιορισμού του υποκειμένου, του αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου, εφόσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικά στοιχεία του φόρου. Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 53 του ν.4021/2011 ορίζονται το αντικείμενο της επίδικης φορολογικής επιβάρυνσης (ηλεκτροδοτούμενες δομημένες επιφάνειες), το υποκείμενο της φορολογικής επιβάρυνσης (κύριος ή επικαρπωτής), οι συντελεστές προσδιορισμού του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., ο τρόπος υπολογισμού αυτού, οι εξαιρέσεις και απαλλαγές από το τέλος, όπως οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων ρυθμίζονται με την 1211/2011 υπουργική απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργών Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του ανωτέρω νόμου. Συνεπώς, το άρθρο 53 ν.4021/2011, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος. Εξ άλλου, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα-με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικώς επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητος του φόρου και της φορολογικής ισότητας. Η δεύτερη δε αυτής αρχή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους σε κάθε περίπτωση αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου. Κατά την εν λόγω δηλαδή συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνο εάν και το βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, με το οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαντήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Έτσι, θεσπίζοντας ο νομοθέτης το επίδικο τέλος ως φόρο επί της περιούσιας απέβλεψε, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, στη φοροδοτική ικανότητα, που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης, διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενα φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά αυτοτελώς και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Συνεπώς, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Το τέλος δε αυτό δεν αποτελεί «νέο» πάγιο φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά, όπως προκύπτει από τις επί μέρους ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν.4021/201 1, έκτακτο μέτρο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για το έλλειμμα του 2011 και την επίτευξη των αντιστοίχων στόχων για το 2012. Άρα και εξαυτού του λόγου, ήτοι του εκτάκτου χαρακτήρος της επίδικης φορολογικής επιβαρύνσεως, ο νομοθέτης δεν ήταν υποχρεωμένος, θεσπίζοντας τον εν λόγω έκτακτο φόρο να ακολουθήσει τις μορφές και τις αρχές που έχει χρησιμοποιήσει σε άλλες περιπτώσεις φορολογίας ακίνητης περιουσίας. Περαιτέρω, στο Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., που επιβλήθηκε εκτάκτως προς αντιμετώπιση ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων δυσανάλογη σε σχέση με τον κατά τα ανωτέρω επιδιωχθέντα σκοπό, λαμβανομένων υπόψη αφενός του περιορισμένου χρονικού πλαισίου εφαρμογής του (201 1-2012), αφ’ετέρου δε του ύψους αυτού σε σχέση με την αξία της βαρυνομένης ακίνητης περιουσίας (έως 8%ο), όπως προκύπτει από τους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του ν.4021/2011. Συνιστά δε, υπό τις δεδομένες συνθήκες, ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιορισμό της περιουσίας. Επομένως, η επιβολή του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. δεν αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία και την κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πλειοψ.Ολ.ΣΤ£ 1972/2012). Συνεπώς, το Πρωτοδικείο, που δέχτηκε ότι το άρθρο 53 του ν.4021/2011 αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στη συνέχεια δέχτηκε την ένδικη αγωγή, υπέπεσε στη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Άρα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, οι συναφείς τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον η παρούσα απόφαση- περί απορρίψεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου όσον αφορά τους δύο τελευταίους λόγους αναίρεσης λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου, πρέπει υποχρεωτικά να παραπεμφθούν οι περιεχόμενοι στην εν λόγω αίτηση αναιρέσεως τέταρτος και πέμπτος λόγοι στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 εδάφ. γ’ ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα ή μη των λόγων αυτών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 13-12-2012 και 12-12-2012 αιτήσεις αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (Δ.Ε.Η ΑΕ) και του Ελληνικού Δημοσίου αντίστοιχα.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους τέταρτο και πέμπτο των αναιρεσιβλήτων.
Απορρίπτει την από 13-12-2012 αίτηση της ΔΕΗ ΑΕ για αναίρεση της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Συμψηφίζει στο σύνολο της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο με αριθμό διπλοτύπου …372882/2012 σειρά (VI) της Δ.Ο.Υ. Γ’ Αθηνών.
Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της από 12-12-2012 αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου^ Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 7 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 18 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον Δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ Καρατσιώλη και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: Α. 1. Του Δευτεροβάθμιος Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις.
2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)» που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Ιωάννη Αννουσάκη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις
4.Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
(ΔΙ.ΚΑ.Π.)» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Γ. 1. Γεωργίου Κόκκα, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε ατομικά και αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις, 2. Της Ένωσης προσώπων με την επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παρίσταται με τον νόμιμο εκπρόσωπο της Γιώργο Κόκκα αυτοπροσώπως, λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσαν προτάσεις.
Β. Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ’ ά παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Του Δευτεροβάθμιου Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)» που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Ιωάννη Αννουσάκη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γεώργιο Λεχουρίδη, ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις
4. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.)» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
και 6. Του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ Καρατσιώλη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Γεωργίου Κόκκα, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αριθ. κατάθ. Δικογρ. 195279/2155/201 1 από 27-10-201 1 αγωγή των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, την με αριθ. δικογρ. 23141 1/2457/201 1 από 20-12-201 1 προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου, της ήδη Β αναιρεσείουσας και Α.)Β αναιρεσιβλήτου, και τις από 26-1-2012 προτάσεις από 25-1-2012 προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της προσεπικαλούσας και των ήδη Α και Β,(1,2,3,4,5) ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η απόφαση: 1101/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Α. με την από 12/12/2012 αίτηση του και η αναιρεσείουσα Β. με την από 13-12-2012 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Σακκάς, ανέγνωσε την από 13-3-2013 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 12-12-2012 Α. αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη της από 13-12-2012 Β. αιτήσεως αναιρέσεως.
Οι πληρεξούσιοι του Α αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων Α και Β αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
I. 1. Επειδή πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, διότι στρέφονται κατά της ίδιας υπ’αριθμ. 1101/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πωτοδικείου Αθηνών: α) η από 13-12-2012 αίτηση
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
αναίρεσης της ανώνυμης εταιρεία
την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) και β) η από 12-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου (αρθρ.246 Κ.Πολ.Δ.).
2. Όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των δικογράφων των υπό κρίση αναιρέσεων, ως αρχική δικάσιμος των υποθέσεων είχε οριστεί η 22 Μαρτίου 2013, οπότε με επισημείωση στο πινάκιο αναβλήθηκαν αυτές, χωρίς παράλληλα να βεβαιώνει κλήτευση αυτών κατά την αρχική ή μετ’αναβολή δικάσιμο με άμεση δικονομική συνέπεια το απαράδεκτο της συζητήσεως της υποθέσεως ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο. Κατ’αυτήν όμως, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι 1) Πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π)» και 2) πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ», τα οποία δεν είχαν παραστεί νομίμως κατά την αρχική δικάσιμο της 22-3-2013, του 4ου και 5ου των αναιρεσιβλήτων, φερομένων ότι εκπροσωπούνται διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Νάκη, χωρίς όμως να προκύπτει ότι η τελευταία διέθετε την απαιτούμενη προς τούτο πληρεξουσιότητα. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι της δημοσιεύσεως της περί αναβολής μη οριστικής
αποφάσεως ισοδυναμούσης με επίδοση στους-παριστάμενους διαδίκους (άρθρ. 576 παρ.2 και 310 παρΥ ΚΠολΔ).
3. Από τα άρθρα 522, 321, 322 και 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με έφεση καθίσταται τελεσίδικη και αναπτύσσει αμέσως δεδικασμένο και εκτελεστότητα και άρα προσβάλλεται με αναίρεση. Τελεσίδικη καθίσταται η απόφαση και συνεπώς υπόκειται σε αναίρεση και σε περίπτωση που εχώρησε παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως ή από την ήδη ασκηθείσα έφεση κατά της απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που δέχτηκε κατ’ουσίαν ορισμένα αγωγικά κεφάλαια, ενώ για τα υπόλοιπα κεφάλαια που απορρίφτηκαν άσκησε έφεση ο ενάγων (ΑΠ 162/1997). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικόγραφα των υπό κρίση αναιρέσεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα ΔΕΗ, με δήλωση που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης της παραιτείται από το δικόγραφο της από 3-12-2012 εφέσεως της και από το δικαίωμα της εφέσεως κατά της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης, δυνάμει των υπ’αριθμ. 35588/11-12-2012 και 35591/12-12-2012 πληρεξουσίων του Συμβ/φου Αθηνών Χρήστου Στείρου, που παρασχέθηκε στους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χαράλαμπο Συνοδινό και Ελευθέριο Καστρήσιο αντίστοιχα, που υπογράφουν την αναίρεση. Επίσης το Ελληνικό Δημόσιο, ως προσθέτως παρεμβαίνων στην πρωτόδικη δίκη/ υρτίέρ της ΔΕΗ, με
δήλωση των πληρεξουσίων νομικών συμβούλων του Αλέξανδρου Καραγιάννη και Θεόδωρου Ψυχογιού, που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης, το οποίο και υπογράφουν, μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους (Τμήμα Β’), όπως προκύπτει από το 5729/10-12-2012 πρακτικό του, που εγκρίθηκε νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και προσαρτάται στο δικόγραφο της αναίρεσης, παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της 1101/2012 προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως, μετά την ανωτέρω παραδεκτή παραίτηση από το δικαίωμα της εφέσως, η προσβαλλόμενη οριστική κατά τούτο απόφαση, ως προς τα κεφάλαια που δέχτηκε κατ’ουσία, κατέστη τελεσίδικη και άρα οι κρινόμενες αναιρέσεις κατ’αυτής είναι παραδεκτές (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του Γεωργίου Κόκκα (προσθέτως παρεμβαίνοντος) που υποβάλλεται με τις προτάσεις του, ότι αυτές δεν ασκήθηκαν παραδεκτώς, διότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν κατέστη τελεσίδικη, αφού ως προς το κεφάλαιο περί υποχρέωσης της ΔΕΗ για επανασύνδεση της παροχής ρεύματος σε όσους καταναλωτές διεκόπη, το οποίο απερρίφθη πρωτοδίκως ως αόριστο, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες στην πρωτόδικη δίκη, δηλαδή ο ίδιος και η ένωση προσώπων με την επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας» άσκησαν την από 14-12-2012 (αριθ.κατ. 7966/2012) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναβλητική απόφαση του Εφετείου Αθηνών μέχρις εκδόσεως απόφασης επί των ενδίκων αναιρέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμός Ακολούθως πρέπει να ερευνηθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως^ ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
4. Από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.1 έως 19 του ν.2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, συνάγεται σαφώς ότι ανατέθηκε σε ενώσεις καταναλωτών με σωματειακό χαρακτήρα η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού με την άσκηση συλλογικής αγωγής. Αντικείμενο της αγωγής αυτής, την οποία οι ενώσεις αυτές μπορούν να ασκήσουν εναντίον των προμηθευτών, είναι η δικαστική βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απηγόρευσή της ή η ρύθμιση κατάστασης κατά τρόπο που να μην προσβάλλει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 19 του άρθρου 10 ιδίου νόμου, αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή έδρας του εναγομένου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ κατά την παράγραφο 20 του ιδίου άρθρου, η εκδιδομένη απόφαση παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει υπαγάγει την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ.παρ.1 και 9 του Ν.2251/1994 στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικα/οδοσίας. Με το άρθρο 53 παρ.1 του ν.4021/201 1 επιβλήθηκε «ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του ν.2130/1993 (A’62)», ως προς δε το προσδιοριστικό στοιχείο του τέλους αυτού ορίσθηκαν στις επόμενες διατάξεις του ιδίου άρθρου τα εξής: «2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφανείας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες: α) … {πίνακας συντελεστών ειδικού τέλους (ευρώ/τ.μ.)] β)… [πίνακας συντελεστών παλαιότητας] 3. το ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών γιο τις οποίες υπολογίστηκε από τη ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στη\£ παλαιότητα του ακινήτου, σύμφωνα με τους πίνακες της\ προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών. 4. Το τέλος βαρύνει γ ι οί μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακίνητου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή για δε το 2012 τον κατά την 28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη. 5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν: α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ, στους Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις, β) … γ)… Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος: α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων β) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα…-ως χώροι ιστορικών και αρχαιολογιιοων\ μνημείων και γ) Τα ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση. 6. Κατ’εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε: α) πολύτεκνο… β) σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΦΕ, ανάπηρο, … Ομοίως, κατ’ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε μακροχρόνια άνεργο 7. Για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ο δικαιούχος … υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.)…».
Από το περιεχόμενο του, παραδεκτώς, κατ’άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκοπούμενου δικογράφου της κρινόμενης αγωγής, προκύπτει ότι οι ενάγοντες-νυν αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι είναι ενώσεις και σωματεία καταναλωτών εκθέτουν ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου 53 ν. 4021/201 1 και της εκδοθείσας κατά νομοθετική εξουσιοδότηση υπ’ αριθμ. 1211/10-10-2011 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργοί) Οικονομικών ανατέθηκε στην εναγομένη ΔΕΗ- η επιβολή και ο καθορισμός του τέλους ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, η ενσωμάτωση του τέλους στο λογαριασμό εκάστου καταναλωτή και η είσπραξη αυτού επί ποινή διακοπής της ηλεκτροδότησης σε “περίπτωση μη πληρωμής του ως άνω λογαριασμού και τέλος η σύνταξη και αποστολή των καταλόγων με τα ονόματα των καταναλωτών που δε προέβησαν σε πληρωμή και το επιβαλλόμενο τέλος στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων προκειμένου να γίνει η ταμειακή βεβαίωση του (του ως άνω τέλους). Ότι όλες οι ως άνω επιβληθείσες υποχρεώσεις σε βάρος της εναγομένης είναι παράνομες καθόσον οι προαναφερθείσες διατάξεις από τις οποίες αυτές απορρέουν αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, όπως ειδικότερα αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι για τους λόγους αυτούς παράνομη καθίσταται και η μελλούμενη να εκδηλωθεί συμπεριφορά της εναγομένης και με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητούν, μεταξύ των άλλων, να υποχρεωθεί να δέχεται την καταβολή από τους καταναλωτές του αντιτίμου του λογαριασμού που εκδίδει, αφαιρουμένου του ποσού του ως άνω τέλους ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να ενσωματώνει, υπολογίζει και καταλογίζει στους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος που αυτή εκδίδει το ως άνω τέλος ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων τους ως άνω καταλόγους και όλα τα ως άνω με την απειλή σε βάρος της 100.000 € για κάθε μία επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω παραβιάσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση /έκρινε ως νόμιμη και κατ’ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή, δεχόμενο ότι οι, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη , επιβληθείσες εις βάρος της εναγομένης-νυν αναιρεσείουσας ΔΕΗ και υπέρ του νυν αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου υποχρεώσεις είναι παράνομες, καθόσον αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρ.2 παρ.1, 4 παρ.1 και 5, 17 παρ.2, 20 παρ.1, 21 παρ.1, 78 παρ.παρ.1 και 4, 26 παρ.παρ.1 και 3) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Α) Επί της από 13-12-2012 αίτησης αναίρεσης της εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ».
Ο από το άρθρο 559 αριθμ.4 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν πρόκειται α) για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, τις οποίες ο νόμος δεν έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια και β) για υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’αυτές.
Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ.4 ΚΠολΔ, προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, πρόκειται για διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε
στην προηγηθείσα νομική σκέψη η υπό κρίση διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου καθόσον αναφέρεται σε έννομη σχέση, καταρτισθείσα μεταξύ ιδιωτών (καταναλωτές και προμηθευτής) και αφορά τη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, δηλαδή (ΔΕΗ) αφετέρου και ειδικότερα αφορά την μονομερή παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης, για συνεχή και ακώλυτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά συνέπεια, η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 10 παρ.1 και 9 του Ν.2251/1 994).
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολο της και να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του ^ ) παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ).
Β) Επί της από 12-122012 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.
1. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την ίδια ανωτέρω αιτίαση, ότι δηλαδή υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ πλημμέλεια της υπέρβασης δικαιοδοσίας καθώς και στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ, εκ του ότι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Ο λόγος αυτός
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος με την ίδια ως άνω αιτιολογία.
2. Ο, από το άρθρο 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το απαράδεκτο, λόγω μη αναβολής της συζήτησης ή μη αναστολής της δίκης, επιβάλλεται από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. και όχι από άλλες διατάξεις, οι οποίες είτε επιδιώκουν φορολογικούς μόνο σκοπούς είτε αφορούν τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων άλλης δικαιοδοσίας. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πρωτοδικείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, εκ του ότι δεν προέβη σε αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, κατ’άρθρ.1 ν.3900/2010, παρ’όλο που εκκρεμούσε το ίδιο νομικό ζήτημα ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, είναι απορριπτέος, ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι η επικαλούμενη από το αναιρεσείον, ως επιβάλλουσα την αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, διάταξη αναφέρεται στη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και μόνον, όπως ορθώς αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, η δε κατ’εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ αναβολή της υποθέσεως υπόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
3. Ο από το άρθρ. 559 ριθμ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται όταν κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν
Αριθμ. αττόφ.293/2014 – σελ. 18 –
Με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δίκασαν δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, υπέπεσε την από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι: α) εσφαλμένα εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2251/1994, επί των οποίων έκρινε ότι στηρίζεται το νόμιμο της αγωγής, ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, οι διατάξεις αυτές δεν είναι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση (τρίτος λόγος) και β) εσφαλμένα έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 53 του Ν.4021/2011, περί επιβολής Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 54, 17 παρ.2, 209 παρ.1, 21 παρ.1, 78 παρ.1 και 4, καθώς και άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (τέταρτος λόγος), όπως επίσης αντιβαίνουν και στο άρθρο 26 παρ.1 και 3 του Συντάγματος (πέμπτος λόγος), ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, η ως άνω διάταξη (άρθρ.53 Ν.4021/2011) είναι συμβατή με το Σύνταγμα και με την ΕΣΔΑ.
Ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην προηγηθείσα αρχική νομική σκέψη, η κρινόμενη (συλλογική) αγωγή, υπό το ως άνω περιεχόμενό της, στηρίζεται, κατά το νόμω εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσε εσφαλμένα το βάσιμο αυτής, στις ως άνω διατάξεις, όπως ορθώς έκρινε και το δίκασαν δικαστήριο της ουσίας.
4. Όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης, τους αναφερόμενους στη συμβατότητα ή μη με το Σύνταγμα, και με την ΕΣΔΑ της ως άνω διάταξης του άρθρου 53 του Ν.4021/2011, πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) Όπως αναφέρεται στην αρχή της πρώτης παραγράφου του ως άνω άρθρου 53 του ν. 4021/2011 και όπως αναλύεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο διατάξεως του άρθρου 53, το οποίο είχε κατατεθεί ως “προσθήκη-τροπολογία”, η επιβολή του τέλους αυτού υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα έκτακτα και κατεπείγοντος χαρακτήρα, ώστε, πάρα την αναθεώρηση των προβλέψεων για το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεπεία αναθεωρήσεως του βαθμού ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, να καταστεί παρ’ όλα αυτά δυνατόν να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι μειώσεως του ελλείμματος τόσο για το 2011 όσο και για το 2012. Ως εκ τούτου, εφ’ όσον δηλαδή το επίδικο τέλος δεν επιβάλλεται σε ανταπόδοση συγκεκριμένης υπηρεσίας παρεχομένης από το Κράτος προς τους επιβαρυνομένους με αυτό, τα δε έσοδα από την είσπραξη του περιέρχονται στον κρατικό προϋπολογισμό προς κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού, δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος, αλλά φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Άλλωστε, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, από την οποία, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, εξαρτάται απολύτως η πραγματική αξία της βαρυνομένης με το επίδικο τέλος ακίνητης περιουσίας, συνιστά μεν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όχι, όμως παροχή ειδικής ωφελείας προς τους βαρυνομένους με αυτό, ώστε να αναιρείται ο χαρακτήρας του εν λόγω “τέλους” ως φορολογικής επιβαρύνσεως.
β) Στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος», στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, το αντικείμενο και το υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής καθώς και οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται, όμως, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιβολή φόρου δια του προσδιορισμού του υποκειμένου, του αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου, εφ’ όσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από την διάταξη του άρθρου78 παρ.1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικό στοιχεία του φόρου. γ) Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνομένους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευομένη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημ περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές.
δ) Από τις διατάξεις των παρ.1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, η δεύτερη δε αυτή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου, κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάση κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (βλ. Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σελ. 396). Στο άρθρ. 78 παρ.1 του Συντάγματος καθορίζονται, κατά τρόπο περιοριστικό, τα στοιχεία, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές), με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συνα/θεί, κατ’αρχή, φοροδοτική ικανότητα, αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιβολή των κατ’ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση αποτελεί όριο, στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής , η παράβαση του οποίου συνιστά αντικείμενο δικαστικής κρίσεως, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η απορρέουσα δε από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις υποχρέωση του φορολογικού νομοθέτη να σέβεται τις αρχές της καθολικότητας και της ισότητος του φόρου και, ειδικώτερα να τηρεί το κριτήριο της φοροδοτικής ικανότητος δεν αναιρείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογική επιβάρυνση δεν θεσπίζεται ως πάγια, μέλλουσα να ισχύσει επ’ αόριστον, αλλά μόνον για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χαρακτηριζόμενη ως «έκτακτη». Εν προκειμένω, με το άρθρο 53 του ν.4021/201 1 επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση «στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται στο κατά το άρθρο 24 του ν. 2130/1993 τέλος ακίνητης περιουσίας (παρ.1). Η φορολογική αυτή επιβάρυνση, η οποία επιβάλλεται για τα έτη 2011 και 2012 (παρ.4).χαρακτηριζόμενη στον τίτλο του εν λόγω άρθρου ως «έκτακτη», υπολογίζεται βάσει του εμβαδού, της παλαιότητος και της τιμής ζώνης του ακινήτου (παρ.2) και βαρύνει τον κύριο ή επικαρπωτή αυτού (παρ.4). Περαιτέρω, στην παρ. 5 του ως άνω άρθρου προβλέπονται περιπτώσε| ακινήτων, τα οποία, εν όψει του προσώπου του ιδιόκτητο ή/και της χρήσεως των, απαλλάσσονται του φόρου, ενώ στην παρ. 6 του άρθρου αυτού προβλέπονται, υπό προϋποθέσεις, η επιβολή μειωμένου συντελεστή στους πολύτεκνους και στους ανάπηρους και η απαλλαγή των μακροχρονίως ανέργων που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ. (ή στα αντίστοιχα μητρώα ανέργων ναυτικών, τεχνικών τύπου και υπαλλήλων ημερησίων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης), η λήψη, όμως, υπ’ όψιν όλων των ως άνω κρισίμων για την βεβαίωση του επιμάχου φόρου παραμέτρων λαμβάνει χώραν-όπως συνάγεται από την παρ. 7 (στην οποία γίνεται λόγος και για επιστροφή του φόρου), μετά την κατά την παρ.8 βεβαίωση (εξατομίκευση) του φόρου που συντελείται με την εγγραφή στις μηχανογραφικές καταστάσεις που καταρτίζει η ΔΕΗ (και οι λοιποί εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος). Όμως, οπό μόνα τα προεκτεθέντα τρία στοιχείο (εμβαδόν, παλαιότης, τιμή ζώνης) του ακινήτου, βάσει των οποίων, κατά την παρ.8, γίνεται η βεβαίωση του φόρου με τις ανωτέρω μηχανογραφικές καταστάσεις , ασυνδέτως προς άλλα κριτήρια αντικειμενικά (προσδιοριστικά της αξίας ή/και της αποδόσεως των ακινήτων) και κυρίως, υποκειμενικά (εισοδηματικά, περιουσίας, προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως), δεν αποδεικνύεται, ουδέ καν τεκμαίρεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας του κυρίου ή επικαρπωτού του ακινήτου και η έκταση της ικανότητας αυτής, η μη λήψη δε υπ’ όψιν της φοροδοτικής ικανότητας των βαρυνομένων με τον επίμαχο φόρο προσώπων για την επιβολή αυτού συνιστά παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, εν όψει μάλιστα και της, κατά τον χρόνο θεσπίσεως αυτού, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μειώσεως μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών, όπως αυτά προσδιορίζονται ειδικώτερα κατωτέρω). Περαιτέρω, ο προσδιορισμός του κύκλου των βαρυνομένων με τον φόρο αυτό προσώπων παρίσταται, εν όψει του εξαγγελλόμενου σκοπού («άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος»), αυθαίρετος, διότι οι επίμαχες ρυθμίσεις θίγουν τις, καθιερούμενες από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, αρχές της καθολικότητας και της ισότητος του φόρου, αφού εισάγουν διαφορετική μεταχείριση, ανεπίδεκτη δικαιολογήσεως εν όψει του προαναφερθέντος σκοπού, μεταξύ, αφ’ενός μεν, των ως άνω προσώπων (ιδιοκτητών ή επικαρπωτών δομημένων επιφανειών οικιστικής ή εμπορικής χρήσεως), τα οποία θεωρούνται ως έχοντα φοροδοτική ικανότητα, και, αφ’ ετέρου των ιδιοκτητών ή επικαρπωτών άλλων, ενδεχομένως προσοδοφόρων, ακινήτων μη ηλεκτροδοτούμενων ή μη δομημένων ή ακινήτων βιομηχανικής, βιοτεχνικής, γεωργικής ή κτηνοτροφικής χρήσεως ή χωρών αθλητικών εγκαταστάσεων. Είναι επίσης, εκτός άλλων περιπτώσεων, ανεπίδεκτη δικαιολογήσεως, εν όψει του προεκτεθέντος σκοπού του νόμου, και η, κατά την παρ.6 του εν λόγω άρθρου, απαλλαγή από τον επίμαχο φόρο των ακινήτων, που ιδιοκατοικούνται αποκλειστικώς από μακροχρονίως ανέργους εγγεγραμμένους στα μητρώα του ΟΑΕΔ (ή στους σχετικούς καταλόγους ανέργων ναυτικών, τεχνικών τύπου και προσωπικού ημερησίων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης), όχι δε και των ακινήτων, που ιδιοκατοικούνται από τους λοιπούς πράγματι, κατά κοινήν πείραν, μακροχρονίως ανέργους, των οποίων δεν προβλέπεται κατά νόμο η εγγραφή στα ανωτέρω μητρώα (λ.χ. των μακροχρονίως άνεργων που δεν είχαν απασχοληθεί ως μισθωτοί, αλλά ως ελεύθεροι επαγγελματίες). Εν όψει των ανωτέρω, όλως ενδεικτικώς επισημανθέντων, οι ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 .αντίκειται στις διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, τούτο δε ανεξαρτήτως αν οι ρυθμίσεις αυτές, ως επιβάλλουσες φορολογικές επιβαρύνσεις για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «έκτακτες». Σημειωτέον, άλλωστε, ότι ο επίμαχος φόρος δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έκτακτος» υπό την έννοια του φόρου που επιβάλλεται για την αντιμετώπιση εκτάκτων και απροβλέπτων καταστάσεων (όπως λ.χ. φυσικών καταστροφών, θεομηνιών, πολεμικών γεγονότων) αφού το ίδιο το Σύνταγμα έχει ειδικές ρυθμίσεις για τις έκτακτες αυτές καταστάσεις και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγηση του από τον κοινό νομοθέτη, δεδομένου ότι η θέσπιση του στις 3.10.2011, με άμεση ισχύ από της ημερομηνίας αυτής, χωρίς σχετική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του έτους 2011 (κατά παράβαση δηλαδή των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 79 του Συντάγματος) αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας, στην πρόληψη των προβλημάτων (δημοσιονομικών ελλειμμάτων) που μέλλουν να προκύψουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού 2011 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012- 2015, ενώ, εξ άλλου, ο χαρακτηρισμός του, ως εκτάκτου, καταρρίπτεται και από το γεγονός ότι ο φόρος αυτός, όπως είναι κοινώς γνωστό, επιβλήθηκε και καθολόκληρη τη διάρκεια του 2013. Οι προαναφερθείσες και απορρέουσες οπό το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη ισχύουν ακόμα και σε περιόδους οικονομικών κρίσεων κατά τις οποίες η Πολιτεία αναγκάζεται να λάβει έκτακτα οικονομικά μέτρα, τα οποία επιβάλλονται παραλλήλως με τους τακτικούς φόρους, για τη θεραπεία επιτακτικών αναγκών υπέρτερου εθνικού συμφέροντος και έχουν ως συνέπεια ιδιαίτερα επαχθείς επιβαρύνσεις για μεγάλες κατηγορίες πολιτών. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ρυθμίσεις και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας- Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (ΦΕΚ Α’ 40) η χώρα αντιμετωπίζει την τελευταία τριετία πρωτόγνωρες οικονομικές συνθήκες και την μεγαλύτερη δη.μοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών η οποία απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία ( την αιτιολογική έκθεση του νόμου και την απόφαση Ολομ. ΣτΕ 668/2012). Προς αντιμετώπιση των σοβαρών αυτών προβλημάτων ελήφθησαν ήδη μέτρα με τα οποία επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα φυσικών προσώπων (άρθρο 18 του ν.3758/2009), μειώθηκαν οι μισθοί των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα (άρθρα 1 και 2 του ν.3833/2010), αυξήθηκαν οι συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας και διαφόρων ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12- 15 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 (άρθρο 5 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης στο ετήσιο συνολικό καθαρό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/201 1), επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά επί της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει οπό την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης (άρθρο 30 του ν. 3986/2011) και επιβλήθηκε ετήσιο τέλος επιτηδεύματος στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα (άρθρο 31 του ν. 3986/2011). Κατόπιν αυτών των διαδοχικών φορολογικών και εισοδηματικών μέτρων είναι προφανές ότι οι έλληνες πολίτες έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, επηρεάζουν ουσιωδώς το πραγματικό επίπεδο της φοροδοτικής τους ικανότητας. Εξάλλου, η επίδικη επιβάρυνση του ν.4021/2011 αποτελεί φόρο που επιβάλλεται επί της ακίνητης περιουσίας των πολιτών, η οποία έχει ήδη υποστεί σοβαρή μείωση της αξίας της, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, εφόσον η βαθύτατη οικονομική κρίση έχει ως συνέπεια τον δραματικό περιορισμό των αγοραπωλησιών των ακινήτων και την κλιμακούμενη αύξηση του αριθμού των ακινήτων που δεν προσπορίζουν εισόδημα στους ιδιοκτήτες τους. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4021/201 1 προκύπτει ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε αποκλειστικά και μόνο γενικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το σύνολο των ακινήτων και την αξία τους σε ολόκληρη την επικράτεια και αρκέσθηκε να προσδιορίσει το συνολικό ποσό που θα εισπράξει το κράτος από την επιβολή του φόρου. Με το δεδομένα αυτά οι διατάζεις του άρθρου 53 του ν. 4021/201 1 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος και 78 παρ.1 του Συντάγματος διότι επιβάλλουν ένα ακόμα φορολογικό βάρος στους έλληνες πολίτες χωρίς να συνεκτιμάται διόλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τόσο για την επιβολή αυτού τούτου του φόρου όσο και για το ύψος του, η συνολική μέχρι σήμερα φορολογική τους επιβάρυνση, με την άθροιση τακτικών και εκτάκτων φορολογικών υποχρεώσεων, η οποία έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στη φοροδοτική ικανότητα και ως εκ τούτου στη διατήρηση ανεκτού βιοτικού επιπέδου για πολλές κατηγορίες πολιτών, που έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι για τον επίδικο φόρο δεν προβλέπεται απαλλαγή ούτε καν της πρώτης κατοικίας που αποτελεί, ιδίως εν μέσω βαθειάς οικονομικής κρίση αναγκαίο στοιχείο για την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και για την προστασία της οικογένειας, κατά τα ‘^ άρθρα 2 παρ.1 και 21 του Συντάγματος, τα οποία, επίσης, παραβιάζονται από την επιβολή του επίδικου φόρου. Η επιβολή του φόρου αυτού επί της ακίνητης περιουσίας, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, όσο και από τις ίδιες τις ρυθμίσεις του, υπαγορεύεται από την ανάγκη «άμεσης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος» και περιορίζεται μόνο στις «ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες» και αποβλέπει μόνο στην άμεση είσπραξη του οικείου ποσού, την οποία (είσπραξη) εξασφαλίζει ο εισπρακτικός μηχανισμός, δια μέσου των λογαριασμών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ. Ενισχυτικό επιχείρημα της κρίσεως ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 53 του Ν.4021/2011 φόρος παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος είναι και το ότι ή κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος επιβολή φόρου σε είδος περιουσίας από τυπικό νόμο προϋποθέτει αυτοτελές προσοδοφόρο (έστω και κατά τεκμήριο) περιουσιακό αντικείμενο. Τέτοια στοιχεία δεν περιέχει το επίδικο ειδικό τέλος στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα με οικιστική ή εμπορική χρήση το οποίο επιβλήθηκε με κριτήριο τη δυνατότητα ταχείας είσπραξης των σχετικών εσόδων καθ’όσον το εμβαδόν μιας ηλεκτροδοτούμενης επιφάνειας δεν αποτελεί είδος περιουσίας κατά την έννοια του όρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν αποτελεί αυτοτελές προσοδοφόρο αντικείμενο ούτε καθίσταται τέτοιο από το είδος χρήσεως ή από το ότι διαθέτει ηλεκτρική παροχή. Η έλλειψη αυτή δεν δύναται να θεραπευθεί δια παραπομπής στο αντικείμενο του φόρου που προβλέπει το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2130/1993 διότι πρόκειται για διαφορετικά αντικείμενο φόρου. Ειδικότερα, το τέλος υπέρ Ο.Τ.Α. (αρθρ. 24 παρ. 1 ν. 2130/1993), υπολογίζεται επί της αξίας της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται εντός της διοικητικής τους περιφέρειας α) στα πάσης φύσεως ακίνητα που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή εντός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923 και β) στα κάθε είδους κτίσματα που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923. Σύμφωνα δε με την παραγρ.8 του άρθρου 24 του νόμου η βεβαίωση και είσπραξη του τέλους για τα ακίνητα, που έχουν μετρητή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ, γίνεται με βάση την κατάσταση υπόχρεων, στην οποίο αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία (η αξία κάθε ακινήτου ανά μετρητή της ΔΕΗ κλπ.). Κατ’ακολουθία όλων των προαναφερθέντων, είναι προφανές ότι ο επιβληθείς με το άρθρο 53 του Ν.4021/201 1 φόρος ακίνητης περιουσίας επί των ηλεκτροδοτούμένων δομημένων επιφανειών αντίκειται στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα στα άρθρ. 2 παρ. 1 και 4 , 4 παρ.1 και 5, 20 παρ.1, 21 παρ.1 και 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος.
ε) Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθετό Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256) ορίζεται ότι «Παν Φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φάρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φάρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφ’ όσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννΌΊα της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Rlcardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89).
Η επιβολή του ένδικου φόρου, συνιστά πολλαπλή επί του αυτού αντικειμένου φορολόγηση και διπλή εντός του ιδίου έτους φορολόγηση, με δεδομένο τους προαναφερθέντες πολλαπλούς νέους φόρους, που έχουν επιβληθεί, σε συνάρτηση με την κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό, επίσης, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, αφενός, και παράλληλης διατήρησης των τιμών των αγαθών στα υψηλά (προ της οικονομικής κρίσεως) επίπεδα αφετέρου, καθώς και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, υπό καθεστώς υφέσεως της οικονομίας, η οποία στην πραγματικότητα συνεπάγεται μείωση των αντικειμενικών αξιών και κατ’ακολουθία μείωση και των προσόδων εκ των ακινήτων, έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, σε σημείο μάλιστα που ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός εξ αυτών να αδυνατούν να εξασφαλίσουν ακόμη και τα ελάχιστα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης και κατά λογική συνέπεια, [fw«x αδυνατούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις, καθώς και την επίδικη φορολόγηση, λόγ εξαντλήσεως της φοροδοτικής του ικανότητας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η επιβολή του επίδικου φόρου (ΕΕΤΗΔΕ) συνιστά υπερβολικό βάρος, για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων, που επιβαρύνονται με αυτόν και επίσης κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση και κατά συνέπεια αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
5. Περαιτέρω, για την βεβαίωση και την είσπραξη του επιδίκου “τέλους” ορίζονται στις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 τα εξής: «8. Η βεβαίωση του ειδικού τέλους συντελείται με την εγγραφή στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. Αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος κατ’ έτος. Η βεβαίωση του τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν δεν καταβληθεί το τέλος μέσω του λογαριασμού κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου. 9. Το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου συνεισπράττεται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος για το έτος 2011 σε δύο (2) ισόποσες δόσεις που εκδίδονται από αυτούς από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους μέχρι τον Ιανουάριο του 2012». Όπως ρητώς ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 53 του ν. 402/2011, n βεβαίωση επίμαχου φόρου, n εξατομίκευση δηλαδή της φορολογικής οφειλής με τον προσδιορισμό του ύψους του φόρου και του προσώπου του υπόχρεου «συντελείται με την έγγραφη στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης νια το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ.». Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι – σε αντίθεση με το, επίσης εισπραττόμενο από την Δ.Ε.Η., τέλος ακίνητης περιουσίας του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, του οποίου η βεβαίωση συντελείται με την εγγραφή του υπόχρεου, κατά την παρ. 8 του εν λόγω άρθρου, στον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα – η βεβαίωση του επίμαχου φόρου συντελείται με την εγγραφή του ακινήτου στους καταλόγους που καταρτίζουν διάφορα νομικά πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα εμπορική ανώνυμη εταιρεία όπως η ΔΕΗ και -λοιποί εναλλακτικοί προμηθευτές, η εγγραφή δε στους χρηματικους καταλόγους που καταρτίζουν τα εν λόγω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αποτελεί για το Ελληνικό Δημόσιο τον τίτλο βεβαιώσεως του φόρου. Επομένως, με το σύστημα αυτό η βεβαίωση του φόρου, η εφαρμογή δηλαδή του φορολογικού νόμου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση με τον προσδιορισμό του προσώπου του υπόχρεου και του ύψους της φορολογικής οφειλής, ανατίθεται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Τούτο, όμως, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος, διότι η βεβαίωση του φόρου, έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο, αποτελεί βασική έκφραση της δημόσιας εξουσίας και της κυριαρχίας του Κράτους, οι οποίες, κατά τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, ασκούνται αποκλειστικά από όργανο του Κράτους (ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) και όχι από ιδιώτες (βλ. Ολομ. ΣτΕ 1934/1988). Ειδικώτερα δε, η βεβαίωση του φόρου, η οποία φέρει, κατ’εξοχή, τον χαρακτήρα πράξεως ασκήσεως του πυρήνα της δημόσιας εξουσίας, εκδίδεται αποκλειστικά από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), όπως επιβάλλει η καθιερούμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Την παραβίαση, εν προκειμένω, των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων δεν είναι ικανή να άρει η πρόβλεψη, στην παρ. 7 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, της δυνατότητος ελέγχου, από όργανα της κρατικής διοικήσεως, της γενομένης από τα ως άνω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου βεβαιώσεως του φόρου , και τούτο α) διότι κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι η αρμοδιότητα ως προς την βεβαίωση του φόρου και όχι ως προς τον επακολουθούντα έλεγχο αυτής, β) διότι ο έλεγχος αυτός δεν χωρεί σε κάθε περίπτωση, αλλά αφορά μόνο στις, κατά την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 53, περιορισμένες περιπτώσεις εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ή απαλλαγής προϋποθέτει δε αίτηση του ενδιαφερομένου. Με τον έλεγχο, άλλωστε, αυτόν παρέχεται -μετά την βεβαίωση, με τους καταρτιζόμενους από την Δ.Ε.Η. (και τους λοιπούς εναλλακτικούς προμηθευτές) καταλόγους, του επίμαχου φόρου βάσει του εμβαδού, της παλαιότητος και της τιμής ζώνης του ακινήτου – η δυνατότητα ανατροπής της εν λόγο) βεβαιώσεως δια της εκ των υστέρων λήψεως υπ’ όψιν των, κατά την παρ. 6 υποκειμενικών κριτηρίων φοροδοτικής ικανότητος που συνεπάγονται μείωση της φορολογικής επιβαρύνσεως ή απαλλαγή από αυτήν προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιστραφεί «επιπλέον τέλος που τυχόν καταβλήθηκε» (βλ. παρ.7 του άρθρου 53). Η πρόβλεψη, όμως, της ανωτέρω δυνατότητος αντίκειται στην αρχή της οριστικότητος της προσδιοριστικής του φόρου πράξεως που εμπεριέχεται στον κανόνα της βεβαιότητος του φόρου, ο οποίος αποτελεί ειδικώτερη έκφανση της, καθιερουμένης με το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αρχής της νομιμότητος του φόρου. Τέλος, η προπεριγραφείσα παραβίαση των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος
δεν αίρεται οπό την, προβλεπόμενη στο τελευταίο εδά της παρ. 8 του άρθρου 53 του ν. 4021/201 1, δυνατότητα εκ νέου βεβαιώσεως του επίμαχου φόρου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφού η νέα αυτή βεβαίωση τελεί υπό την αίρεση της μη καταβολής αυτού μέσω του λογαριασμού καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος. Ούτε, εξ άλλου, δύναται να θεωρηθεί ότι, αν όχι οι λοιποί προμηθευτές τουλάχιστον η Δ.Ε.Η. έχει ως προς την αρμοδιότητα βεβαιώσεως του επίμαχου φόρου διφυή χαρακτήρα. Και τούτο διότι ο διφυής χαρακτήρας, ως νομική έννοια αναγκαία για τη διασφάλιση του κρατούντος οργανικού κριτηρίου, προϋποθέτει νομικό πρόσωπο με ένδυμα μεν ιδιωτικού δικαίου, πλην όμως λειτουργούντος όχι με κερδοσκοπικό σκοπό αλλά προς το δημόσιο συμφέρον και υπαγόμενο, χάριν τούτου, σε ειδικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, ήτοι με προνόμια και υποχρεώσεις ασυμβίβαστα προς τις αρχές και απαιτήσεις του ελευθέρου ανταγωνισμού, στις οποίες υπάγεται πλέον η Δ.Ε.Η. σύμφωνα με την κοινοτική έννομη τάξη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το Δημόσιο, σε περίπτωση μη καταβολής του , επίμαχου τέλους μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος, διατηρεί, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 53, αρμοδιότητα «βεβαιώσεως» και εισπράξεως αυτού συμφωνά με τον ΚΕΔΕ, δεν αίρει την αντίθεση του συστήματος του νόμου προς τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο διότι η ως άνω «βεβαίωση» εντάσσεται πράγματι είτε στη διαδικασία τροποποιήσεως της αρχικής καταλογιστικής πράξεως (περιπτώσεις απαλλαγών, μειώσεων κλπ.) είτε στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως αυτής, η οποία, όμως, προϋποθέτει μη συμμόρφωση του οφειλέτου προς την ήδη γεννηθείσα με την εγγραφή του στους καταλόγους της Δ.Ε.Η. φορολογική υποχρέωση αυτού.
Τέλος, είναι διαφορετικό το ζήτημα της ανάθεσης της είσπραξης φόρων και τελών, δημοσίων και δημοτικών σε μη κρατικά όργανα (Τράπεζες, Ελληνικά Ταχυδρομεία κλπ., έναντι ανταλλάγματος), η οποία δεν αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ως άνω όργανα περιορίζονται μόνο στην απλή είσπραξη των ήδη βεβαιωμένων φόρων και τελών.
Τα ίδια έκρινε και το δίκασαν δικαστήριο της ουσίας, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, ως προς το ζήτημα της μη συμβατότητας με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, του επιβαλλομένου με το άρθρο 5 του Ν.4021/201 1 « Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτουμένων Δομημένων Επιφανειών» το οποίο, ως εκ τούτου, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και δεν υπέπεσε στην από το άρθ. 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου δύο τελευταίοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Δύο μέλη όμως του Δικαστηρίου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντής και ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Σακκάς είχαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρ. 53 του Ν.4021/2011 προκύπτει ότι ο νομοθέτης επικαλούμενος επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος της χώρας επέβαλε με το άρθρο 53 του ν.4021/2011 ένα έκτακτο ειδικό τέλος, το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., υπολογίζοντας ότι με την άμεση είσπραξη του ή και με την είσπραξη προκαταβολών θα επιτύχει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματα της χώρας. Ως νομοθετικά θεσμοθετημένο δημόσιο έσοδο, ο νομοθέτης εκχώρησε την αρμοδιότητα των Δ.Ο.Υ. προς είσπραξη του, στις οποίες υπό άλλη περίπτωση θα ανήκε η σχετική αρμοδιότητα, στη Δ.Ε.Η., η οποία είναι ν.π.ι.δ. και λειτουργεί υπό μορφή ανώνυμης εταιρείας (ν.2773/1999 και π.δ. 333/2000) παρέχοντας υπηρεσίες και δραστηριότητες κοινής ωφελείας (άρθρο 2 εδ. β’ ν.δ. 356/74), αλλά και στους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η φορολογική αυτή επιβάρυνση έχει έκτακτο χαρακτήρα και αφορά μόνο τα έτη 2011 και 2012, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 1 και 4 του ανωτέρω άρθρου του ν.4021/201 1. Περαιτέρω, στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος», στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι «το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις το αντικείμενο και υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής, καθώς και οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις οι απ’αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται όμως κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η επιβολή φόρου για του προσδιορισμού του υποκειμένου, του αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου, εφόσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικά στοιχεία του φόρου. Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 53 του ν.4021/2011 ορίζονται το αντικείμενο της επίδικης φορολογικής επιβάρυνσης (ηλεκτροδοτούμενες δομημένες επιφάνειες), το υποκείμενο της φορολογικής επιβάρυνσης (κύριος ή επικαρπωτής), οι συντελεστές προσδιορισμού του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., ο τρόπος υπολογισμού αυτού, οι εξαιρέσεις και απαλλαγές από το τέλος, όπως οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων ρυθμίζονται με την 1211/2011 υπουργική απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργών Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του ανωτέρω νόμου. Συνεπώς, το άρθρο 53 ν.4021/2011, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος. Εξ άλλου, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα-με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικώς επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητος του φόρου και της φορολογικής ισότητας. Η δεύτερη δε αυτής αρχή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους σε κάθε περίπτωση αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου. Κατά την εν λόγω δηλαδή συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνο εάν και το βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, με το οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαντήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Έτσι, θεσπίζοντας ο νομοθέτης το επίδικο τέλος ως φόρο επί της περιούσιας απέβλεψε, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, στη φοροδοτική ικανότητα, που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης, διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενα φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά αυτοτελώς και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Συνεπώς, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Το τέλος δε αυτό δεν αποτελεί «νέο» πάγιο φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά, όπως προκύπτει από τις επί μέρους ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν.4021/201 1, έκτακτο μέτρο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για το έλλειμμα του 2011 και την επίτευξη των αντιστοίχων στόχων για το 2012. Άρα και εξαυτού του λόγου, ήτοι του εκτάκτου χαρακτήρος της επίδικης φορολογικής επιβαρύνσεως, ο νομοθέτης δεν ήταν υποχρεωμένος, θεσπίζοντας τον εν λόγω έκτακτο φόρο να ακολουθήσει τις μορφές και τις αρχές που έχει χρησιμοποιήσει σε άλλες περιπτώσεις φορολογίας ακίνητης περιουσίας. Περαιτέρω, στο Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., που επιβλήθηκε εκτάκτως προς αντιμετώπιση ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων δυσανάλογη σε σχέση με τον κατά τα ανωτέρω επιδιωχθέντα σκοπό, λαμβανομένων υπόψη αφενός του περιορισμένου χρονικού πλαισίου εφαρμογής του (201 1-2012), αφ’ετέρου δε του ύψους αυτού σε σχέση με την αξία της βαρυνομένης ακίνητης περιουσίας (έως 8%ο), όπως προκύπτει από τους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του ν.4021/2011. Συνιστά δε, υπό τις δεδομένες συνθήκες, ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιορισμό της περιουσίας. Επομένως, η επιβολή του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. δεν αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία και την κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πλειοψ.Ολ.ΣΤ£ 1972/2012). Συνεπώς, το Πρωτοδικείο, που δέχτηκε ότι το άρθρο 53 του ν.4021/2011 αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στη συνέχεια δέχτηκε την ένδικη αγωγή, υπέπεσε στη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Άρα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, οι συναφείς τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον η παρούσα απόφαση- περί απορρίψεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου όσον αφορά τους δύο τελευταίους λόγους αναίρεσης λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου, πρέπει υποχρεωτικά να παραπεμφθούν οι περιεχόμενοι στην εν λόγω αίτηση αναιρέσεως τέταρτος και πέμπτος λόγοι στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 εδάφ. γ’ ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα ή μη των λόγων αυτών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 13-12-2012 και 12-12-2012 αιτήσεις αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (Δ.Ε.Η ΑΕ) και του Ελληνικού Δημοσίου αντίστοιχα.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους τέταρτο και πέμπτο των αναιρεσιβλήτων.
Απορρίπτει την από 13-12-2012 αίτηση της ΔΕΗ ΑΕ για αναίρεση της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Συμψηφίζει στο σύνολο της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο με αριθμό διπλοτύπου …372882/2012 σειρά (VI) της Δ.Ο.Υ. Γ’ Αθηνών.
Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της από 12-12-2012 αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου^ Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 7 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΗΓΗ Δικηγορικό Γραφείο Ιωάννη Μυταλούλη (https://www.facebook.com/mytaloulislawoffice?fref=ts)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου