Πινακίδες Ορφικαί, μνήμαι προγονικαί
Το παρακάτω άρθρον δημοσιεύθηκε στο περιοδικόν «Ελληνική Αγωγή», έτος 7ο, Αρ. Φύλλου 15/68, Δεκεμβρίου 2002.
«Ότι παλαιός ο λόγος, Ορφικός τε γαρ και Πυθαγόρειος,
ο πάλιν άγων τας ψυχάς εις το σώμα και
πάλιν από του σώματος ανάγων και τούτο κύκλω πολλάκις».(Ορφικόν Απόσπασμα 29).
Η αέναος κυκλική εναλλαγή ζωής/θανάτου των επανενσαρκώσεων της ψυχής είναι «ο παλαιός λόγος» των Ορφικών, τον οποίον ενεστερνίσθησαν οι Πυθαγόρειοι και διεξοδικώς ανέλυσεν ο Πλάτων εις τους Διαλόγους του «Μένων», «Φαίδρος», «Φαίδων», «Πολιτεία» κ.ά. Εξ αυτού («του παλαιού λόγου») απορρέει η Θεωρία της Αναμνήσεως. Αύτη υπάρχει καταγεγραμμένη εις πινακίδας, που ευρέθησαν εις τάφους, προφανώς μεμυημένων, εις την Πετηλίαν της Κάτω Ιταλίας, εξ τον αριθμόν, και μία εις τας Ελευθέρνας της Κρήτης.
Το κείμενον της πινακίδας της Πετηλίας είναι το εξής:
«Θα βρης μία κρήνη στα αριστερά του οίκου του Άδη•
δίπλα σ’ αυτήν λευκό βρίσκεται κυπαρίσσι.
Σ’ αυτήν την κρήνη μην πλησίασης κοντά.
Αλλά θα βρης μιάν άλλη κοντά στης Μνημοσύνης
την λίμνη, πού κρύο νερό αναβρύζει
και φύλακες την φυλάνε.
Πες: της γης παιδί είμαι και του έναστρου ουρανού
αλλά το γένος μου είναι βεβαίως (μόνον) ουράνιο.
Αυτό το γνωρίζετε και σεις οι ίδιοι.
Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι•
δώστε μου γρήγορα κρύο νερό
που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη.
Και αυτοί θα σου δώσουν να πιής από την ιερή κρήνη
Και τότε μαζύ με τους άλλους ήρωες θα βασιλεύης...».
(ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, Jane Helen Harrison,, aπόδ. Eλ. Παπαδοπούλου, σελ. 142).
Τα Ορφικά ταφικά έθιμα ώριζαν όπως τοποθετηθή εις τον τάφον του μεμυημένου νεκρού η ανωτέρω πινακίς από φύλλον χρυσού εις εξαγωνικόν κύλινδρον και να κρεμασθή από χρυσήν άλυσιν εις τον λαιμόν του ως φυλακτόν.
Το εξαγωνικόν σχήμα του κυλίνδρου περιέγραφε την ουσίαν της ψυχής, διότι, κατά τους Πυθαγορείους, ο αριθμός έξι ήτο ο αριθμός, ο οποίος είχε φθάσει εις την εμψύχωσιν των όντων. Ταυτοχρόνως ο Νόμος της Συμπαντικής Εξελίξεως εκφράζεται δια του αριθμού τούτου. Η συνύπαρξις του αριθμού της εμψυχώσεως μετά του Νόμου της Εξελίξεως υποδηλοί την αέναον εξέλιξιν της Παγκοσμίου Ψυχής εις τους μορφικούς σχηματισμούς. Πράγματι Αφροδίτην και Γάμον ωνόμαζον οι Πυθαγόρειοι τον αριθμόν τούτον (Orphicorum Fragmenta, 309). Θεά της μορφοποιήσεως η Αφροδίτη και Γάμος η λειτουργία εκ της οποίας εξυπακούεται ότι απορρέουν αι γεννήσεις, αι νέαι έμψυχοι μορφαί, αι προερχόμεναι εκ των δύο φύλων της φύσεως, έχουν την έδραν των εις την ουσίαν και ποιότητα του αριθμού εξ.
Χρυσαί δε, άλυσις και πινακίς, απεικόνιζαν την αθανασίαν της ψυχής. Η άλυσις δια των κρίκων υπαινίσσετο τας επανενσαρκώσεις. Η πινακίς έφερε τας οδηγίας, που ώφειλε να ακολουθήση η ψυχή του μεμυημένου προ της νέας του ενσαρκώσεως κατά τον κατάλληλον χρόνον. Τότε μεθ’ όλων των άλλων ψυχών, αι οποίαι επρόκειτο να ενσαρκωθούν, η ψυχή του μεμυημένου έφθανε εις τόπον, όπου ήσαν παρούσαι μία κρήνη εις την αριστεράν πλευράν και δίπλα μία λευκή κυπάρισσος. Αύτη ήτο η κρήνη της Λήθης, η οποία δεν κατωνομάζετο και δεν εφυλάσσετο. Ό,τι δεν κατονομάζεται, δεν έχει νοητήν υπόστασιν, εφ’ όσον είναι αδύνατον να καταγραφούν από τον νουν αι ιδιότητες του και να αποτυπωθούν εις την μνήμην με σημείον αναφοράς συγκεκριμένον όνομα. Εις την δεξιάν πλευράν υπήρχεν η λίμνη της Μνημοσύνης, η οποία κατωνομάζετο και εφρουρείτο.
Το ύδωρ εις τον συμβολισμόν είναι το κατ’ εξοχήν σύμβολον της μνήμης ή της απουσίας της, αναλόγως της προελεύσεως και της σχέσεως του με τον περιβάλλοντα χώρον. Η διαφορά έγκειται πρώτον εις την φύσιν του ύδατος (καθαρόν/ακάθαρτον) δεύτερον εις την θέσιν (δεξιά/αριστερά), εκ της οποίας τούτο αναβλύζει και τρίτον εκ της πρώτης αρχής και γενέσεώς του, της φύσεως της πηγής του.
Από την αριστεράν κρήνην πίνουν ακάθεκτοι το ύδωρ της λήθης «αι πολλαί» προς ενσάρκωσιν ψυχαί. Προφανώς δεν γνωρίζουν ότι πρόκειται να απολέσουν την μνήμην των, επειδή η κρήνη δεν κατονομάζεται. Άλλωστε αι ψυχαί «των πολλών» είναι πολύ διψασμέναι, διότι επείγονται να ενσαρκωθούν, επομένως δεν καθυστερούν εις την δεξιάν λίμνην, πού φρουρείται. Η λευκή κυπάρισσος πλησίον της αριστεράς κρήνης, σημειοδοτεί, δια της απουσίας χρώματος, την απουσίαν της μνήμης. Στόχος της αριστεράς κρήνης, πού δεν κατονομάζεται δι’ ευνοήτους λόγους, είναι να σβήση από την ψυχή «των πολλών» τας προγενεστέρας μνήμας του γένους και των εμπειριών της.
Η όλη εικών φέρει εις το προσκήνιον τον στόχον των 2.000 τελευταίων ετών. Ο στόχος απέβλεπεν εις την εξάλειψιν της μνήμης της αρχαίας προγονικής λατρείας και κυρίως την κατάργησιν της εδραιωμένης πεποιθήσεως των επανενσαρκώσεων της ψυχής.
Εις την δεξιάν πλευράν υπάρχει κρήνη, η οποία προέρχεται από την φυλασσομένην λίμνην της Μνημοσύνης, το ύδωρ της οποίας είναι άφθονον. Ο μεμυημένος, ο οποίος αξιοί να πιή από ταύτην την λίμνην της Μνημοσύνης, δεν θα στερηθή τας μνήμας του. Διότι μεμυημένος είναι ο έχων κατακτήσει την γνώσιν της αιτίας των πραγμάτων και δεν αρκείται εις τα φαινομενικά αποτελέσματα, τα παρουσιαζόμενα εις τον κόσμον των αισθήσεων. Η γνώσις του ονόματος εις την Ελληνικήν Γλώσσαν ενεργοποιεί τας ουσιαστικάς ιδιότητας του πράγματος.
Η λίμνη φρουρείται από ισχυρούς, αγρύπνους φύλακας. Από την δεξιάν κρήνην είναι απηγορευμένον να πίουν αι ψυχαί, πλην των μεμυημένων, οι οποίοι δηλώνουν εις τους φύλακας την ουρανίαν των καταγωγήν λέγοντες:
«Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον. τόδε δ’ ίστε και αυτοί. Διψίη δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι. Αλλά δότ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρρέον της Μνημοσύνης από λίμνης».
(Της Γης παιδί είμαι και του έναστρου Ουρανού• το γένος μου είναι βεβαίως ουράνιο. Αυτό το γνωρίζετε και οι ίδιοι. Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι• δώστε μου γρήγορα κρύο νερό που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη).
Η ψυχή του μεμυημένου κατονομάζει Μνημοσύνην την εκ δεξιών λίμνην. Γνωρίζει δηλαδή ότι, εφ’ όσον πίη εξ αυτής, δεν θα απολέση την Μνήμην του. Το ύδωρ, το οποίον εις την περίπτωσιν της λήθης είναι αίτια της αφαιρέσεως της μνήμης, εις την κρήνην της Μνημοσύνης είναι αιτία αναδύσεως των αναμνήσεων των προγενεστέρων της βίων από το βάθος της λίμνης. Άγνωστον το βάθος της (Ηράκλειτος, απ. 45).
Η αυτοσυνείδητος, μεμυημένη ψυχή αρνείται να παρασυρθή από το αίσθημα της δίψης της επιγείου ζωής, η οποία βρίθει λαθών και φαντασιώσεων, ακριβώς διότι δεν επιθυμεί να λησμονήση τόσον την καταγωγήν, όσον και τα βιώματα των παλαιών της ενσαρκώσεων. Διαισθάνεται ότι αυτά υπάρχουν ακόμη «δυνάμει» εις το βάθος της λίμνης — του υποσυνειδήτου της θα ήτο η σημερινή έκφρασις.
Δικαίωμα να πίουν από την κρήνην της Μνημοσύνης έχουν μόνον αι ψυχαί, πού γνωρίζουν την προέλευσιν της ουρανίας των καταγωγής.
Ταύτην φαίνεται ότι δεν απώλεσαν ακόμη όλοι οι Έλληνες. Η Ορφική Θεωρία της αναμνήσεως, πλήρως ανεπτυγμένη εις τους διαλόγους του Πλάτωνος, επιβεβαιοί ότι, εφ’ όσον αι αρχαίαι μεμυημέναι ψυχαί θα επιστρέφουν εις την γην, θα έχουν και την δυνατότητα προσπελάσεως εις τας αρχαίας, προγονικάς των μνήμας, ούσαι ενσυνειδήτως αρχαίαι Ελληνικαί ψυχαί. (Πλάτωνος «Πολιτεία» 498C, θεωρία των μετενσαρκώσεων).
Η μυστική κλεις, την οποίαν παραδίδουν αι Ορφικαί Πινακίδες, είναι η επίγνωσις του γένους της διπλής των καταγωγής: εκ της Γης και του Ουρανού, εις την οποίαν εντάσσεται το όλον είναι του όντος, το φθαρτόν σώμα και η αθάνατος ψυχή του.
«Η μεν ψυχή τω θείω, το δε σώμα τω θνητώ».
Γης παις ειμί: Γη, η μητέρα του, η Γη Μήτρα, η Δήμητρα των Ελευσινίων Μυστηρίων, την οποίαν τιμά, εκ της οποίας εγεννήθη και εις την οποίαν θα επιστρέψη ο φθαρτός του φορεύς, το σώμα του.
Και Ουρανού αστερόεντος: Ουρανός, ο έναστρος νους της αθανάτου φύσεως του πατρός του, του επιτρέπει να αναγνωρίζη την ουρανίαν του καταγωγήν, η οποία οδηγεί εις την αθανασίαν καθ’ ομοίωσιν του πατρός του.
Κατ’ επέκτασιν, συνεπώς, κέκτηται δικαιωματικώς την μνήμην των εμπειριών, αι οποίαι διεμόρφωσαν ιδιότητας και χαρακτηριστικά της φυλετικής ταυτότητος της ψυχής του.
Και εις τας δύο περιπτώσεις, της Λήθης και της Μνημοσύνης, σύνδεσμος και κοινός συμβολικός όρος είναι το ύδωρ. Διότι κατά τον Όμηρον δια του ύδατος έρχεται εις την ζωήν η ψυχή με τον ένσαρκον φορέα της εις το Ζώδιον του Καρκίνου ως προς την Βόρειον Θύραν του Άντρου των Νυμφών, (ν 96—113) και Πορφύριος «Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Άντρου». Κατά τον Ηράκλειτον προσδιοριστικόν στοιχείον των μετενσαρκώσεων είναι το υγρόν στοιχείον (απ. 12, 36, 76, 117). Επίσης ο Πλάτων εις την Πολιτείαν (621 Β), εις τον μύθον του Ηρός, αναφέρει ότι «όποιος έπινε περισσότερο νερό από τον Αμέλητα ποταμό, λησμονούσε τα πάντα».
Επιπροσθέτως το ύδωρ είναι το στοιχείον της συναισθηματικής έδρας της ψυχής. Ποσειδών, ο άναξ των συναισθηματικών υδάτων, σείει με την τρίαινάν του το τρις-υπόστατον είναι του όντος. Ουδείς φορεύς (επιθυμητικός/σωματικός, θυμικός/ψυχικός, λογιστικός/νοητικός, «Φαίδρος» ο μύθος του Ηνιόχου 246), εξαιρείται της κυριαρχίας του αδελφού του Διός, του Ποσειδώνος. Διότι ούτος είναι ο «δεύτερος εκ Διός ειληχώς πάντεσσιν ανάσσειν» (ο δεύτερος, που του έλαχεν ο κλήρος να βασιλεύη εις πάντας μετά τον Δία), ως προς τον Ορφικόν του Ύμνον. Ως δεύτερος ο Ποσειδών είναι ο άρχων του μέσου χώρου των ενσάρκων όντων. Ζευς, ο πρώτος άναξ του Ολύμπου, είναι ο άναξ της Νοήσεως και των Συλλογισμών.
Ο ένσαρκος φορεύς μετά τον θάνατον επιστρέφει εις το πλέον αργοδονούμενον στοιχείον, το στοιχείον της Γης. Εκεί θα φιλοξενηθή το φθαρτόν σώμα από την Μεγάλην Μητέρα Δήμητρα.
Η ψυχή μεταξύ δύο ενσαρκώσεων «μεταβάλλον αναπαύεται» είπεν ο Ηράκλειτος (Απ. 84α), επεξεργαζομένη τας βιωθείσας εμπειρίας και προετοιμαζομένη δια την μελλοντικήν της νέαν ενσάρκωσιν. Τα απ. 30, 36, 62, 77 του Ηρακλείτου δίδουν την ωλοκληρωμένην εικόνα της αενάου εναλλαγής ζωής/θανάτου των ψυχών, συμφωνών ο Ηράκλειτος μετά του ανωτέρω Ορφικού Αποσπάσματος των σχετικών Πινακίδων.
Ποία είναι η σημασία του προσδιορισμού της θέσεως, ως καθοριστικόν στοιχείον των δύο κρηνών, εις τον χώρον του Άδου, από τας οποίας προέρχεται το ύδωρ;
Η θέσις από την οποίαν θα δεχθή η ψυχή την ροήν του ύδατος, δια να μην απολέση τας μνήμας της, πρέπει να είναι η δεκτική, της δεξιάς κρήνης, εκ του δέχ-ομαι και όχι εκ της ευωνύμου (αριστεράς), εκείνης πού έχει (κατ’ ευφημισμόν;) ωραίον όνομα (ευ+όνομα). Η δεκτική ψυχή έχει την δυνατότητα δια των παλαιών της μνημονικών αποτυπώσεων, των υπαρχουσών «δυνάμει» εις την λίμνην/ψυχήν, να αποδέχεται ενσυνειδήτως τας παλαιάς αποτυπώσεις (τα εκμαγεία του Πλάτωνος εις τον «Θεαίτητον» 194D-197) κατά την νέαν της ενσάρκωσιν. Κατά συνέπειαν η ενσυνείδητος δεκτικότης είναι εκείνη πού επιτρέπει και προωθεί συγκρίσεις «των εκμαγείων» των αλλεπαλλήλων προγενεστέρων της βίων δια της αναμνήσεως (Πλάτωνος «Μένων» 81-83, «Φαίδων» 72Ε-77Β, «Θεαίτητος» 191C-195Β). Αποκτά έτσι την ικανότητα διακρίσεως αντικειμενικής αποδοχής ή απορρίψεως των εμφανιζομένων καταστάσεων του τρέχοντος βίου, προκειμένου να προοδεύση εις την κοπιώδη ανελικτικήν της πορεία. Πώς θα ήτο δυνατόν να κρίνη και να αποφασίζη άνευ βιωματικών συγκρίσεων προγενεστέρων εμπειριών του συνόλου των βίων της;
Εάν έχη συνειδητοποιήσει την σημασίαν των αποτυπώσεων/εκμαγείων αφ’ ενός των προγενεστέρων της εμπειριών και αφ’ ετέρου την σημασίαν της γενεαλογικής της προελεύσεως, θα απαιτήση να της επιτρέψουν οι φύλακες, οι οποίοι και αυτοί γνωρίζουν την ουρανίαν καταγωγήν της, να πιή το ύδωρ εκ της δεξιάς κρήνης. Συμπερασματικώς, κατά την Ορφικήν Παράδοσιν, η εξελικτική πορεία της ψυχής έχει βάσιν την γνώσιν, η οποία αποκτάται από τας εμπειρίας του συνόλου των βίων και δεν βασίζεται εις πίστιν ή δόγμα. Η ψυχή καθίσταται δεκτική και ωςδεκτική είναι φύσει δια+λεκτική. Δια+λεκτική η ψυχή δικαιούται
«να πιή από την ιερά κρήνη και να βασιλεύη μαζύ με τους άλλους ήρωες...».
Βιβλιογραφία:
Α λ τ ά ν η, Π. Φ., Δεκέμβριος 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου