Η εργασία αυτή διερευνά τον παρεμβατισμό της Ένωσης στις οικονομίες των κρατών–μελών ως επακόλουθο μέτρο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης τονίζοντας κυρίως το σημείο της γενικής αποδοκιμασίας των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η πολιτική χάραξης αποφάσεων από την μεριά της Ένωσης είναι γερά θεμελιωμένη στην δεδομένη Νομοθεσία της Ε.Ε. ή στέκει νομικώς αβάσιμη και ενδεχομένως αντίθετη στην αρχή της λαϊκής νομιμοποίησης. Στην κατεύθυνση αυτή, το μοντέλο της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ο τύπος της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς εξετάζονται μαζί ,όπως προτείνονται στις μέρες μας και στους άξονες που θέτει η ευρωπαϊκή κορνίζα των θεσμών.
Ο σημαντικός ρόλος του ατόμου κατέρχεται επίσης υπό εξέταση ως βασικό υλικό για την κατασκευήενός πραγματικά ελεύθερου περιβάλλοντος κόσμου στην Ευρώπη.Ειδική μνεία γίνεται στην Ελληνική Περίπτωση και το παρ’ολίγον τεθειμένο δημοψήφισμα εν όψει της αντιμετώπισης του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας. Στη συνέχεια , ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζητείται ενδελεχώς , ενώ το ομοσπονδιακό σύστημα ερωτάται αν συνιστά απάντηση στο παρατηρούμενο θεσμικό έλλειμμα . Από την άλλη πλευρά , η « Δημοκρατία της Συναίνεσης » αναδύεταιως ένα χρήσιμο αντίδοτο στην διαδεδομένα αμφισβητούμενη θεώρηση των κεντρικών εξουσιών . Από κοινού με μία συνεχή διαδικασία ενεργητικής ενημέρωσης και συμμετοχής , αυτή η Δημοκρατία οδηγεί σε μια πιο ισορροπημένη μορφή διακυβέρνησης ιδιαίτερα σε μεταβατικές περιόδους και καιρούς δημοσιονομικής αναταραχής. Εν τέλει , το δημοψήφισμα , η πρωτοβουλία και η ανάκληση αναλύονται ως τα λειτουργικά εκείνα συστατικά του ελβετικού δημοκρατικού προτύπου , για να διαπιστωθεί η βιωσιμότητά τους μέσα στα όρια μιας κατ’ αρχήν αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την οποία η ίδια η Ε.Ε. θέτει ως δογματική προμετωπίδα στα καταστατικά της κείμενα .
Η προσέγγιση και η εξέταση του ζητήματος πρέπει να γίνεται με την υπενθύμιση ότι ακόμα και μετά την εισαγωγή νέων δημοκρατικών θεσμών δεν λύνονται αυτομάτως όλα τα προβλήματα που υπήρχαν. Οι ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές γίνονται με πολύ αργούς ρυθμούς και μετά από εφαρμογή πρακτικών για χρόνια. Όταν λοιπόν εξετάζουμε μια κατάσταση πρέπει να συνυπολογίσουμε όλους τους ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή.
Η συζήτηση για το πόσο δημοκρατική είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τόσο παλιά όσο και η Ένωση. Αντί του να κάνουμε μια ατελείωτη συζήτηση πάνω στο θέμα, θα πρέπει να βρούμε τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτικού σχηματισμού που θα μπορέσουν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την συζήτηση. Ένα σημαντικό θέμα είναι να αναρωτηθούμε το πόσο αποδοτική είναι η Ένωση στην διαδικασία λήψης δημοκρατικών αποφάσεων. Μέχρι στιγμής η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ένα σαφές και αξιόπιστο σημείο αναφοράς πάνω στο οποίο γενικές κατευθύνσεις μπορούν να διαμορφωθούν και να ληφθούν επιλογές μεταξύ ανταγωνιστικών εναλλακτικών. Έτσι, η Ευρωπαϊκή πολιτική τείνει να είναι ελλιπής όσον αφορά στο θέμα του ορθολογικού μοντέλου λήψης αποφάσεων (Nugent, 2006). Πρόκειται για την έλλειψη των αντιπροσωπευτικών συστημάτων η οποία πολλαπλασιάζεται στο πολύπλοκο πολιτικό οργανισμό της ΕΕ η οποία έχει πυροδοτήσει την συζήτηση σχετικά με την άμεση δημοκρατία, ή με τα λόγια του Adrian Vatter: “τα τελευταία χρόνια, οι σημαντικές ελλείψεις των αντιπροσωπευτικών συστημάτων έχουν oδηγήσει σε μια εντυπωσιακή “Αναγέννηση” έρευνας πάνω στην άμεση δημοκρατία” (Vatter,2000). Επιπρόσθετα, τα όργανα λήψης αποφάσεων στην ΕΕ δεν λογοδοτούν στον ίδιο βαθμό όσο τα εθνικά (Nugent, 2006). Η απάντηση σε αυτή τη λιμνάζουσα κατάσταση είναι, για κάποιους, η εισαγωγή αμεσο-δημοκρατικών θεσμών στην διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ.
Για να θέσουμε μια βάση για συζήτηση σχετικά με την πιθανότητα η Ευρώπη να αποκτήσει λειτουργικούς αμεσο-δημοκρατικούς θεσμούς, στο πρώτο μέρος του κειμένου θα εξετάσουμε την λειτουργικότητα ενός σπουδαίου παραδείγματος άμεσης δημοκρατίας, του ελβετικού μοντέλου υπο το πρίσμα συγκεκριμένων θεωρητικών πλαισίων. Έπειτα από το ελβετικό μοντέλο θα εμβαθύνουμε στην σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της άμεσης συμμετοχής σε μία δημοκρατία όπως επίσης και σε μία υπερεθνική ένωση. Η περίπτωση της Δανικής επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις συσχετίσεις και να δοκιμάσουμε τις θεωρίες. Πρίν κλείσουμε θα εξετάσουμε μερικές νέες τάσεις που έχουν πρόσφατα αναπτυχθεί όπως η διαδικασία του “crowdsourcing” της νομοθεσίας καθώς και ένα παράδειγμα επίσημης εφαρμογής της διαδικασίας, την Φιλανδία, μια ευρωπαϊκή χώρα η οποία ίσως να έχει το κλειδί στην αναμόρφωση της ιδέας της άμεσης δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα χρήσης άμεσης δημοκρατίας είναι επίσης και η Ισλανδία. Χρησιμοποιήσε αμεσοδημοκρατικούς μηχανισμούς ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην οικονομική της κατάρρευση καί εξαθλίωση. Σύμφωνα με την τυπολογία της IDEA, οι αμεσοδημοκρατικοί μηχανισμοί είναι οι εξής τέσσερις: τα δημοψηφίσματα, οι πρωτοβουλίες των πολιτών, οι πρωτοβουλίες ατζέντας καί το recall. Στο παράδειγμα της Ισλανδίας χρησιμοποιήθηκαν τα δημοψηφίσματα καί το croudsourcing. Επίσης, διατυπώνονται οι παράγοντες οι οποίοι βοήθησαν στην υιοθέτηση αυτών των μηχανισμών καί πως λειτούργησαν στην πράξη. Αυτό που κατέστη σαφές ήταν πως έπρεπε να γίνει αναθεώρηση του συντάγματος με στόχο να εκφράζει την βούληση και τις αξίες του ισλανδικού λαού, αλλά και μέσω αυτού να γίνει επαναπροσδιορισμός της πολιτικής σκηνής. Μια από τις κύριες συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης ήταν η δυσπιστία του ισλανδικού λαού στα πολιτικά πρόσωπα. Συνεπώς, αποφασίστηκε πως οι πολίτες της Ισλανδίας θα ήταν εκείνοι οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Για να επιτευχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στην διαδικασία της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, η νομοθετική πράξη για την σύσταση συνταγματικής συνέλευσης προέβλεπε την σύσταση μιας συνταγματικής επιτροπής η οποία θα ήταν υπεύθυνη για την διοργάνωση του Εθνικού Φόρουμ. Την συνταγματική συνεύλεση αποτελούσαν 25 πολίτες οι οποίοι αναδείχθηκαν μέσα σπό εκλογικές διαδικασίες. Αυτό που θα μας αποτυπωθεί ελπίζουμε από το παράδειγμα της Ισλανδίας είναι πως αυτή η προσπάθειά του ισλανδικού λαού να πάρει ενεργό μέρος στην διακυβέρνηση της χώρας του, αποτελεί μια απόδειξη ότι η κοινωνία των πολιτών μπορεί να επιτύχει την διεκδίκηση πιο άμεσων δημοκρατικών διαδικασιών.
Αυτό που επισκοπείται αναλυτικά στο συγκεκριμένο πόνημα (μέσω θεωρητικών καί πρακτικών εργαλείων μελέτης) είναι το πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, όπως ισχύει στην χώρα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Σκιαγραφείται κατ’ αρχήν η ιδιοσυστασία του ελβετικού λαού, ώστε να διαπιστωθεί η πολιτική του ωρίμανση. Κατόπιν, κατέρχεται υπό εξέταση το κράτος ιδωμένο στις τρεις λειτουργίες που επιτελεί : την νομοθετική, την εκτελεστική καί την δικαστική. Υπό το φως του συνταγματικού δικαίου, διακρίνουμε σε κάθε μία από τις εξουσίες όργανα, που φέρουν πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Η απουσία ελέγχου της συνταγματικότητας των ομοσπονδιακών νόμων βλέπουμε ότι είναι ειδοποιό στοιχείο της ελβετικής δημοκρατικής παράδοσης, που μεταφράζεται δυνητικώς ως απειλή για το κεκτημένο των ατομικών δικαιωμάτων. Στο πρότυπο της ελβετικής δημοκρατίας, ‘κτίζουμε’ ένα νέο ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος με διαφανή δόμηση καί ξεκάθαρη στόχευση από ένα πρότερο καθεστώς δια-νομιμότητας σε θεσμικό σύστημα νομικού πλουραλισμού, για τον οποίο εγγυώνται τα αυτόνομα ομόσπονδα κρατίδια. Δυο είναι τα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά σε σχέση προς το ελβετικό μοντέλο : ο συνταγματικός ρόλος του ΔΕΕ καί η εύλογη εκλογή – θητεία του Προέδρου. Τέλος, η αρχαία ελληνική καί ρωμαϊκή πολιτική σκέψη συνδιαλέγονται για να κατοπτρίσουν τις αρχές τους επάνω στη σύγχρονη πολιτειολογία, οπότε διακρίνουμε μελλοντικά την ‘Συμμετοχική Δημοκρατία της Πληροφορίας’.
Τέλος, θα εξετάσουμε τι συμβαίνει στις μέρες μας και ασφαλώς στην Ελλάδα. Η δημοκρατία λοιπόν εξετάστηκε από σημαντικές μορφές της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως ο Hobbes, ο Locke, και ο Kant στη σύγχρονη εποχή. Η δημοκρατία πλέον αντιμετωπίζεται ως μια έννοια συνυφασμένη με την ελευθερία και την κυριαρχία. Σύμφωνα με τον Rawls, η Δημοκρατία είναι μια κοινωνική διευθέτηση των ελεύθερων και ανεξάρτητων ατόμων που έχουν γνώση της νομικής υποχρέωσης τους να παραχωρούν μέρος της κυριαρχίας τους υπέρ της κοινωνίας.
Μια μελέτη που εξετάζει δημοκρατικούς θεσμούς οφείλει τουλάχιστον να επιχειρήσει να προσεγγίσει την ίδια την ουσία της δημοκρατίας. Η πολυσυζητημένη αυτή έννοια, παρά την εφαρμογή της ως πολιτικό σύστημα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα αλλά και την ανάπτυξη της ως θεωρία ή ακόμα και την αντιμετώπισή της ως ύψιστη ηθική αρχή, δύσκολα ορίζεται και οριοθετείται. Η Δημοκρατία θεωρείται η κυριαρχία του λαού όσο όμως κανείς εισέρχεται σε βάθος ανακύπτουν πλήθος ερωτημάτων. Πως θα ορίζατε για παράδειγμα το περιεχόμενο του «λαού»;
Είναι το σύνολο της ανθρωπότητας; Όλοι οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης επικράτειας; Ένα έθνος; Ή μια μικρή επιλεγμένη ομάδα; Πως θα οριοθετούσατε την έννοια της «κυριαρχίας»; Ποιος ασκεί το έλεγχο και σε ποιον; Περιλαμβάνει το σύνολο του περιβάλλοντος μας ή μόνο συγκεκριμένα ή και ειδικά ζητήματα;
Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες όλοι έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας μας. Το δικαίωμα αυτό όμως θεωρείται από πολλούς ιδιαιτέρως περιορισμένο. Για παράδειγμα οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται ότι με το να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου επιλέγουν ανάμεσα σε συμπεριφορές, απόψεις, ενδιαφέρονται και προγράμματα πολιτικών κομμάτων ή υποψηφίων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με ότι αυτό συνεπάγεται, όπως παραδείγματος χάριν η πιθανότητα οι απόψεις μιας μερίδας του εκλογικού σώματος να παραμείνουν ανικανοποίητες. Αρκετοί άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι, οδηγούνται στην αποξένωση από το πολιτικό σύστημα και στην υιοθέτηση μιας στάσης αποχής από την πολιτική ζωή, θεωρώντας ότι η επιρροή που ασκεί η ψήφος τους είναι τόσο μικρή ώστε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η ύπαρξη ή όχι της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η παρεχόμενη εκπαίδευση και το επίπεδο της παιδείας και πολιτισμικών αγαθών στα οποία κάθε λαός έχει πρόσβαση καθώς ουσιαστικά καθορίζουν και ίσως καθοδηγούν τις πολιτικές του επιλογές. Πολλοί θεωρητικοί και ερευνητές, αλλά και πλήθος πολιτών, τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει μια συζήτηση, η οποία κατά περιόδους είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και στην ελληνική κοινωνία σχετικά με την υιοθέτηση ενός συστήματος άμεσης δημοκρατίας είτε σε εθνικό είτε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το κυριότερο επιχείρημα αυτής της τάσης είναι ότι η λαϊκή συμμετοχή στην διακυβέρνηση εξασφαλίζει τη συμμετοχή του μέσου πολίτη, συμπεριλαμβανομένων και των φτωχότερων τάξεων, και αυτό θα οδηγούσε τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις ανάγκες τους, αλλά θα απέφερε και έναν άμεσο έλεγχο των πολιτικών επιλογών και της χάραξης της κυβερνητικής πολιτικής, συνδέοντας παράλληλα την εφαρμογή θεσμών άμεσης δημοκρατίας με την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια οι δείκτες ανάπτυξης (υγεία, εκπαίδευση κλπ) δείχνουν να μην συνδέεται άμεσα η ανάπτυξη με την ύπαρξη ή όχι δημοκρατικών θεσμών σε μια χώρα, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της δημοκρατίας. Σε ένα κράτος όμως που οι δημοκρατικοί θεσμοί εφαρμόζονται σταθερά και για μεγάλη χρονική διάρκεια τα αποτελέσματα στο επίπεδο ζωής των πολιτών είναι φανερά.
Η προσέγγιση και η εξέταση του ζητήματος πρέπει να γίνεται με την υπενθύμιση ότι ακόμα και μετά την εισαγωγή νέων δημοκρατικών θεσμών δεν λύνονται αυτομάτως όλα τα προβλήματα που υπήρχαν. Οι ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές γίνονται με πολύ αργούς ρυθμούς και μετά από εφαρμογή πρακτικών για χρόνια. Όταν λοιπόν εξετάζουμε μια κατάσταση πρέπει να συνυπολογίσουμε όλους τους ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή.
Κατεβάστε Ολόκληρη την Έρευνα:Συμμετοχική Δημοκρατία-Τί μπορεί να υιοθετήσει η Ε.Ε. από το μοντέλο της Ελβετικής άμεσης Δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου