Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, Ασκ. Δικηγόρου, MSc Business Law & Administration.
Στις δυσκολότερες συγκυρίες που διανύει η χώρα μας στην σύγχρονη ιστορία της εκατομμύρια συμπολίτες μας βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τράπεζες, εφορίες κ.λ.π. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να ενεργείται σε βάρος της ιδιοκτησίας τους μία ιδιαίτερα επώδυνη και επίπονη διαδικασία, αυτή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Μάλιστα, το εν λόγω ζήτημα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της μη επίτευξης συμφωνίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των δανειστών για τα "κόκκινα δάνεια" και για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Η αναγκαστική εκτέλεση, λοιπόν, είναι μία σύνθετη διαδικασία που αποτελείται από επιμέρους πράξεις. Στο παρόν θα αναφερθούμε στην προστασία που παρέχεται κατά της διαδικαστικής πράξης του πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας των οφειλετών.
Γενικά κάθε πλειστηριασμός που διενεργείται και αφορά ακίνητο το οποίο χρησιμοποιείται από τον οφειλέτη ως πρώτη και κύρια κατοικία είναι κατά ευθεία παράβαση του νόμου. Η προστασία αυτή συνάγεται ρήτα από τις συνταγματικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 9 του Σ ορίζει ότι "Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη". Συνεπώς, η διενέργεια πλειστηριασμού που αφορά την πρώτη κατοικία του οφειλέτη παραβιάζει προδήλως τις συνταγματικές αρχές αναφορικά με την προστασία της κατοικίας και παράλληλα βάλλει κατά της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του και γενικότερα τον υποβαθμίζε ιως άνθρωποι αποστερώντας του μία αξιοπρεπή διαβίωση και φθείρει εν γένει την προσωπικότητά του. Ως επιστέγασμα των παραπάνω συνάγεται ότι η προστασία της κατοικίας είναι κανόνας δημοσίας τάξεως και ως τέτοιος δε πρέπει να τηρείται από όλους στο ακέραιο και κάθε παραβίαση του απαγορεύεται ρητά.
Πέρα όμως από την προστασία που παρέχεται για την κατοικία του ατόμου από διατάξεις του Συντάγματος ταυτόχρονα ανάλογη προστασία παρέχεται και από άλλους ειδικότερους νόμους. Ο νόμος 3869/2010 ορίζει ότι απαγορεύεται ο πλειστηριασμός ακινήτων που αποτελούν την πρώτη κατοικία του οφειλέτη και της οικογένειάς του. Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του νόμου 3869/2010 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου, το οποία πληροί τα κριτήρια που παρατίθονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του ιδίου νόμου, ήτοι χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία και δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Ως άμεση απόρροια των ανωτέρω συνάγεται ότι δεν είναι σύννομη η διενέργεια πλειστηριασμού ακινήτου που χρησιμοποείται ως πρώτη κατοικία, καθώς ως τέτοια εμπίπτει στον προστατευτικό κανόνα του νόμου που απαγορεύει τη διενέργεια του πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το νόμο.
Σε αυτο το σημείο να επισημάνω ότι η αναστολή των πλειστηριασμών που αφορούν την πρώτη κατοικία είχε οριστεί αρχικά μέχρι την 30η Ιουνίου 2011, στη συνέχεια δε παρατάθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011 με το άρθρο 46 παρ. 2 του νόμου 3869/2010, ΦΕΚ Α 152. Μετέπειτα, δόθηκε εκ νέου παράταση της αναστολής των πλειστηριασμών των πρώτων κατοικιών μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012 με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 16.12.2011 Π.Ν.Π ΦΕΚ Α 262/16.12.2011. Στην ίδια λογική δόθηκε εκ νέου παράταση στην ισχύ της εν λόγω ρύθμισης με αποτέλεσμα αυτή να εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 19 παρ. 1 του παραπάνω νόμου, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013. Η φράση "μεχρι την 31 Δεκεμβρίου 2013" προστέθηκε με το άρθρο 5 της από 18.12.2012. Π.Ν.Π. ΦΕΚ Α 246/18.12.2012, η οποία κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του νόμου 4128/2013, ΦΕΚ Α 51/28.2.2013. Από τα ανωτέρω προκύπτει ευλόγως ότι η δικαιοπολιτική επιλογή του έλληνα νομοθέτη με την εξαίρεση των πρώτων κατοικιών από τους πλειστηριασμούς είναι η παροχή έννομης προστασίας στον καλόπιστο υπερχρεωμένο οφειλέτη. Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η διατήρηση ενός αξιοπρεπούς τρόπου διαβίωσης και ο μη κατακερματισμός της προσωπικότητας του οφειλέτη λόγω των υφιστάμενων χρεών και η προσπάθεια για επανάκτηση της οικονομικής του ελευθερίας και επανένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Σύμφωνα με το άρθρο 174 Α.Κ. "Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δε συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη". Κατά τη νομολογία (1688/1983 ΟλΑΠ) ο πλειστηριασμός θεωρείται ιδιόρρυθμη σύμβαση που τελειούται δια της κατακυρώσεως και συνεπώς εμπίπτει στην κατηγορία των δικαιοπραξιών με ευρεία έννοια. Επομένως, επειδή η διενέργεια πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας αποτελεί ευθεία παράβαση των διατάξεων του νόμου 3869/2010, πρέπει να θεωρηθεί, κατ' ορθή ερμηνεία του άρθρου 174 Α.Κ., άκυρος.
Επιπρόσθετα, η διάταξη του άρθρου 175 Α.Κ. ορίζει "Η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο νόμος την απαγορεύει. Αν η απαγόρευση έχει οριστεί για το συμφέρον ορισμένων προσώπων, την ακυρότητα μπορούν να προτείνουν μόνο αυτά. Αν με τον πλειστηριασμό διατέθηκε ακίνητο που χρησίμευε ως πρώτη και κύρια κατοικία, αυτός θεωρείται άκυρος, καθώς απαγορεύεται ρητά βάσει του νόμου (3869/2010). Παράλληλα, να επισημάνουμε ότι η ως άνω απαγόρευση του νόμου έχει οριστεί για να προστατεύσει το συμφέρον των προσώπων που χρησιμοποιούν ένα ακίνητο ως κύρια κατοικία και για το λόγο αυτό την ακυρότητα αυτή δύναται να την προτείνουν μόνο αυτά.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάθεση ακινήτου που αποτελεί πρώτη κατοικία μέσω της διενέργειας πλειστηριασμού είναι απόλυτα απαγορευμένη. Ο πλειστηριασμός δε αποτελεί διαδικαστική πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης που ολοκληρώνεται με την σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης. Ως τέτοια δε, σύμφωνα με τη θεωρία (Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις εκδ. β τόμος α' παρ. 149 σελ. 394 και τόμος β΄ παρ. 267 II σελ. 716) παράγει πλήρως τις συνέπειες που εκλύονται από αυτήν μέχρι να κηρυχθεί άκυρη με δικαστική απόφαση. Η ως άνω άποψη φαίνεται να συμπίπτει με την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 159 ΚΠολΔ. που ορίζει "Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλει το δικαστήριο". Μάλιστα, όπως έχει υποστηριχθεί κατ' επανάληψη από τη θεωρία (Μπέης, ΠολΔικ 12 σελ. 825, ο αυτός Δ. 7.756, ο αυτός Δ. 10.136) ο πλειστηριασμός δεν είναι αυτοδικαίως άκυρος, άλλα έχει ανάγκη προσβολής, ώστε να κηρυχθεί ακυρότητα με δικαστική απόφαση. Ως επιστέγασμα των όσων προειπώθηκαν καταλήγουμε ότιείναι απαραίτητη η πρόταση της ακυρότητας του διενεργηθέντος πλειστηριασμού εκ μέρους των οφειλετών βάσει των διατάξεων του άρθρου 159 και 160 ΚΠολΔ, ώστε να παύσει να παράγει τις έννομες συνέπειες που εκλύονται από αυτόν.
Τα ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενα μπορούν να προβληθούν και να υποστηριχθούν καταλλήλωςτόσο με ανακοπή κατ' αρθρο 933 μέσα στη προθεσμία που ορίζει το άρθρο 934 παρ. 1 εδαφ. γ' ΚΠολΔ. (ήτοι εντός 90 ημερών από την μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής έκθεσης του πλειστηριασμού), όσο και με την κατάθεση αγωγής ακυρότητας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου του τόπου της περιφέρειας όπου έλαβε χώρα ο υπο κρίση πλειστηριασμός (ως αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου βάσει των άρθρων 18 και 33 ΚΠολΔ).
Σάς άρεσε;
Γίνετε αναγνώστες τής Ιστοσελίδος μας μέ ένα κλίκ, επάνω δεξιά στήν αρχή τής σελίδος
Σχολιάστε!!!
15/2/2018 - 34461- 4370
15/2/2018 - 34461- 4370
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου