Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Ε.Ε)
Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ορίζει τα βασικά δικαιώματα που πρέπει να σέβονται η Ένωση και τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Συνιστά ένα νομικά δεσμευτικό μέσο, το οποίο δημιουργήθηκε προκειμένου να αναγνωρίζεται ρητά και να προβάλλεται ο ρόλος των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην έννομη τάξη της Ένωσης. Νομικό καθεστώς
Η πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, και την Επιτροπή πραγματοποιήθηκε το 2000 στη Νίκαια. Μετά την τροποποίησή του, ο Χάρτης διακηρύχτηκε για μία ακόμη φορά το 2007. Ωστόσο, η πανηγυρική διακήρυξη δεν προσέδωσε στον Χάρτη νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα.
Η έγκριση του σχεδίου Συντάγματος για την Ευρώπη, που υπογράφηκε το 2004, θα του είχε προσδώσει δεσμευτικό κύρος, αλλά, ως συνέπεια της αποτυχίας της διαδικασίας κύρωσης (1.1.4), ο Χάρτης παρέμεινε απλή διακήρυξη δικαιωμάτων έως τη θέσπιση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο Χάρτης έχει πλέον νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα: το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ορίζει πλέον ότι «η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[…], ο οποίος θα έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».
Κατά συνέπεια, ο Χάρτης συνιστά πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ και, λόγω αυτής του της ιδιότητας, αποτελεί παράμετρο για την εξέταση της εγκυρότητας του παράγωγου δικαίου της ΕΕ και των εθνικών μέτρων. Ιστορικό Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες (η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση) δημιουργήθηκαν αρχικά ως διεθνής οργανισμός με κυρίως οικονομικό πεδίο δράσης. Για το λόγο αυτό, αρχικά, δεν θεωρήθηκε αναγκαίο να θεσπιστούν κανόνες για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ωστόσο, μόλις επιβεβαιώθηκαν από το Δικαστήριο οι αρχές του άμεσου αποτελέσματος (1.2.1) και της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο υπερτερεί του εθνικού δικαίου [Costa κατά ENEL, Υπόθεση 6/64], ορισμένα εθνικά δικαστήρια εξέφρασαν ανησυχίες ως προς τις επιπτώσεις της εν λόγω νομολογίας στην προστασία των συνταγματικών αξιών. Εάν το ευρωπαϊκό δίκαιο επρόκειτο να υπερτερεί ακόμη και του εθνικού συνταγματικού δικαίου, τότε θα είχε τη δυνατότητα να παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα που εκχωρούν τα εθνικά συντάγματα. Κατά συνέπεια, το 1974, τα συνταγματικά δικαστήρια της Γερμανίας και της Ιταλίας εξέδωσαν, το καθένα, απόφαση με την οποία επιβεβαίωναν την αρμοδιότητά τους να αναθεωρούν το ευρωπαϊκό δίκαιο ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή του με συνταγματικά δικαιώματα [Solange I· Frontini]. Θεματολογικά δελτία για την Ευρωπαϊκή Ένωση - 2017 2 Παράλληλα, το Δικαστήριο ανέπτυξε τη δική του νομολογία σχετικά με τον ρόλο των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη.
Ήδη από το 1969, αναγνώρισε ότι θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου «περιλαμβάνονται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου» και κατά συνέπεια, προστατεύονται από το ίδιο το Δικαστήριο [Stauder, Υπόθεση 29/69].
Η μεταγενέστερη επαναβεβαίωση της ίδιας αρχής οδήγησε τελικά το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο στο να υιοθετήσει πιο ήπια προσέγγιση, αναγνωρίζοντας ότι το Δικαστήριο διασφάλιζε επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ουσιαστικά παρεμφερές με εκείνο που απαιτείται από το εθνικό σύνταγμα, και ότι συνεπώς δεν ήταν απαραίτητο να πιστοποιηθεί η συμβατότητα κάθε νομοθετικής πράξης της Κοινότητας με το σύνταγμα [Solange II, 1987].
Για τον λόγο αυτό, επί μεγάλο χρονικό διάστημα η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι της ανάληψης δράσης από τις Κοινότητες εναπόκειτο στο Δικαστήριο, το οποίο εκπόνησε κατάλογο δικαιωμάτων βασιζόμενο στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών.
Ωστόσο, η έλλειψη ενός σαφούς, γραπτού καταλόγου θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεσμευτικού για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και προσιτού στους πολίτες εξακολούθησε να συνιστά ζήτημα προβληματισμού.
Σε επανειλημμένες περιπτώσεις υποβλήθηκαν δύο βασικές προτάσεις με στόχο την κάλυψη αυτού του νομοθετικού κενού. Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορούσε να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ECHR), ένα ήδη υφιστάμενο περιφερειακό μέσο που απέβλεπε στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ορθή εφαρμογή του οποίου από τα κράτη μέλη της εποπτεύει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ωστόσο, αυτή η δυνατότητα επιλογής αποκλείστηκε μετά την γνώμη [2/94] που εξέδωσε το Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η Κοινότητα δεν διέθετε την ικανότητα να προσχωρήσει στην Σύμβαση. Κατά συνέπεια, η πορεία αυτή θα μπορούσε να ακολουθηθεί μόνο με τροποποίηση των Συνθηκών.
Οι απαιτούμενες τροποποιήσεις εγκρίθηκαν, τελικά, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Το άρθρο 6 της ΣΕΕ απαιτεί πλέον από την Ένωση να προσχωρήσει στην ΕΣΑΔ. Εντούτοις, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι το σχέδιο συμφωνίας προσχώρησης το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν ήταν συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο (γνώμη 2/13).
Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, η Κοινότητα θα μπορούσε να θεσπίσει τον δικό της Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ο οποίος θα εκχωρούσε στο Δικαστήριο την εξουσία να μεριμνά για την ορθή εφαρμογή του. Η προσέγγιση αυτή εξετάστηκε επανειλημμένα με την πάροδο των ετών και προτάθηκε για μία ακόμη φορά κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Κολωνία το 1999.
Η διαδικασία κατάρτισης Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κολωνίας διαμόρφωσαν το βασικό περιεχόμενο του Χάρτη, του οποίου ο κύριος στόχος, σύμφωνα με τα εν λόγω συμπεράσματα, θα συνίστατο στην μεγαλύτερη προβολή της πρωταρχικής σπουδαιότητας και του εύρους των θεμελιωδών δικαιωμάτων στους πολίτες της ΕΕ.
Οι κύριες πηγές έμπνευσης των συντακτών του Χάρτη έπρεπε να είναι η ΕΣΑΔ και οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (συνθήκη που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης) και ο Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων θα εξυπηρετούσαν επίσης ως πηγή έμπνευσης, δεδομένου ότι δεν καθόριζαν απλώς στόχους για ανάληψη δράσης. Θεματολογικά δελτία για την Ευρωπαϊκή Ένωση - 2017
3 Η σύνθεση του οργάνου που ήταν επιφορτισμένο με την εκπόνηση του Χάρτη καθορίστηκε κατά τη διάρκεια της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 1999 στο Τάμπερε. Το όργανο αυτό, το οποίο ονομάστηκε «Συνέλευση», απαρτιζόταν από τα εξής πλήρη μέλη: 15 εκπροσώπους των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των τότε 15 κρατών μελών, έναν εκπρόσωπο του Προέδρου της Επιτροπής, 16 βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και 30 βουλευτές εθνικών κοινοβουλίων (δύο από κάθε κοινοβούλιο).
Επιπλέον, εκχωρήθηκε καθεστώς παρατηρητή σε δύο εκπροσώπους του Δικαστηρίου και σε δύο εκπροσώπους του Συμβουλίου της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου ενός εκπροσώπου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Άλλα όργανα της ΕΕ (όπως η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η Επιτροπή των Περιφερειών και ο Διαμεσολαβητής), καθώς και άλλοι φορείς, κοινωνικές ομάδες ή εμπειρογνώμονες, μπορούσαν να κληθούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους, αλλά δεν συμμετείχαν άμεσα στη διαδικασία εκπόνησης.
Διασφαλίστηκε η εκπροσώπηση των απόψεων των πολιτών και της κοινωνίας των πολιτών, δεδομένου ότι υπερτερούσαν αριθμητικά οι εκπρόσωποι των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η σύνθεση και οι μέθοδοι εργασίας της Συνέλευσης αποτέλεσαν πρότυπο για την Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης (1.1.4). Περιεχόμενο Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων χωρίζεται σε επτά τίτλους, έξι από τους οποίους απαριθμούν τις ειδικές κατηγορίες δικαιωμάτων, ενώ ο τελευταίος διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη και τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία του. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Χάρτη έγκειται στην καινοτόμο ομαδοποίηση των δικαιωμάτων, δεδομένου ότι εγκαταλείπει την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ, αφενός, αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων και, αφετέρου, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Παράλληλα, ο Χάρτης κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ δικαιωμάτων και αρχών.
Οι αρχές πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 5, να εφαρμόζονται μέσω πρόσθετης νομοθεσίας και μπορεί να γίνεται η επίκλησή τους ενώπιον των δικαστηρίων μόνο σε υποθέσεις που αφορούν την ερμηνεία και τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων. Το ουσιώδες τμήμα του Χάρτη υποδιαιρείται ως εξής: Ο Τίτλος Ι («Αξιοπρέπεια») προστατεύει τα δικαιώματα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη ζωή και την ακεραιότητα του προσώπου και επιβεβαιώνει την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της δουλείας.
Ο Τίτλος ΙΙ («Ελευθερίες») προστατεύει τα δικαιώματα στην ελευθερία και τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα γάμου και δημιουργίας οικογένειας, της ελευθερίας σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, της έκφρασης και του συνέρχεσθαι. Επίσης επιβεβαιώνει τα δικαιώματα στην εκπαίδευση, την εργασία, την ιδιοκτησία και το άσυλο.
Ο Τίτλος ΙΙΙ («Ισότητα») επιβεβαιώνει την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και τον σεβασμό της πολιτικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας. Επίσης παρέχει ειδική προστασία στα δικαιώματα των παιδιών, των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρίες.
Ο Τίτλος ΙV («Αλληλεγγύη») διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων, καθώς και του δικαιώματος σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας.
Επιπλέον, αναγνωρίζει πρόσθετα δικαιώματα και αρχές, όπως το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη και τις αρχές της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας των καταναλωτών.
Θεματολογικά δελτία για την Ευρωπαϊκή Ένωση - 2017 4 Ο τίτλος V («Δικαιώματα των πολιτών») παραθέτει τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης: το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το δικαίωμα αναφοράς, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, το δικαίωμα στη διπλωματική προστασία και την ελευθερία κυκλοφορίας και παραμονής (βλ. 2.1.1).
Ο Τίτλος VI («Δικαιοσύνη») επιβεβαιώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το δικαίωμα υπεράσπισης, τις αρχές της νομιμότητας και αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και το δικαίωμα στην προστασία από την επιβολή διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη.
Ενώ ο Χάρτης επιβεβαιώνει κατά κύριο λόγο δικαιώματα τα οποία ίσχυαν ήδη στα κράτη μέλη, και τα οποία είχαν αναγνωριστεί ως μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ, σε ορισμένα ζητήματα καινοτομεί. Για παράδειγμα, η αναπηρία, η ηλικία και ο γενετήσιος προσανατολισμός αναφέρεται πλέον ρητώς ότι δεν επιτρέπεται να επιφέρουν διακρίσεις.
Επιπλέον, ο Χάρτης περιλαμβάνει ορισμένα «σύγχρονα» δικαιώματα, όπως την απαγόρευση της αναπαραγωγικής κλωνοποίησης ανθρωπίνων όντων. Ωστόσο, η βασική αξία του Χάρτη δεν έγκειται στον καινοτόμο χαρακτήρα του, αλλά στην ρητή αναγνώριση του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα στην έννομη τάξη της ΕΕ.
Συνεπώς, ο Χάρτης αναγνωρίζει ρητώς ότι η Ένωση συνιστά κοινότητα δικαιωμάτων και αξιών, και ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών βρίσκονται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πεδίο εφαρμογής και ερμηνεία Ο Τίτλος VII του Χάρτη περιλαμβάνει ορισμένες γενικές διατάξεις που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του. Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του Χάρτη μπορεί να είναι ευρύτατο: τα περισσότερα από τα δικαιώματα που αναγνωρίζει εκχωρούνται «σε κάθε άτομο», ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή καθεστώτος.
Ωστόσο, ορισμένα δικαιώματα παρέχονται μόνο σε πολίτες (ειδικότερα τα περισσότερα από τα δικαιώματα που απαριθμούνται στον Τίτλο V), ενώ άλλα αφορούν μάλλον υπηκόους τρίτων χωρών (λόγου χάρη, το δικαίωμα ασύλου) ή ειδικές κατηγορίες ατόμων (όπως τους εργαζόμενους). Το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται ρητώς στο άρθρο 51 που αναφέρει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται μόνο στα θεσμικά όργανα και στους οργανισμούς της ΕΕ καθώς και στα κράτη μέλη όταν αναλαμβάνουν δράση για την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ (2.1.2).
Η διάταξη αυτή επιτρέπει να καθορίζονται τα όρια μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του Χάρτη και του πεδίου εφαρμογής εθνικών συνταγμάτων: ο Χάρτης δεν δεσμεύει τα κράτη παρά μόνο όταν ενεργούν στο πλαίσιο της υλοποίησης του ενωσιακού δικαίου. Επιπλέον, ο Χάρτης δεν επεκτείνει τις εξουσίες ή τις αρμοδιότητες της Ένωσης και, κατά συνέπεια, διασφαλίζεται ότι η θέσπιση του Χάρτη αυτή καθ' εαυτή δεν αυξάνει τις εξουσίες της Ένωσης σε βάρος των εξουσιών των κρατών μελών. Στα άρθρα 52 και 53 προβλέπονται επιπλέον κανόνες που επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα των εθνικών συνταγματικών παραδόσεων και των εθνικών νομοθεσιών.
Το πρώτο από τα άρθρα αυτά ορίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, σύμφωνα με την ΕΣΑΔ, και με πλήρη συνεκτίμηση των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών.
Το άρθρο 53 αναφέρει σαφώς ότι ο Χάρτης δεν μπορεί να περιορίζει ή να θίγει το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών Θεματολογικά δελτία για την Ευρωπαϊκή Ένωση - 2017 5 δικαιωμάτων που παρέχεται ήδη από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο (ιδίως η ECHR) και τα συντάγματα των κρατών μελών.
Ο Χάρτης περιλαμβάνει μεν ορισμένα δικαιώματα, αλλά δεν διασφαλίζει την απεριόριστη προστασία τους. Ειδικότερα το άρθρο 52 επιτρέπει περιορισμούς στην άσκηση δικαιωμάτων, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από το νόμο, δεν θίγουν το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και την αρχή της αναλογικότητας, και είναι απαραίτητοι για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων ή του γενικού συμφέροντος.
Επιπλέον, ενώ ορισμένα δικαιώματα διατυπώνονται με απόλυτους όρους, άλλα εκχωρούνται μόνον «σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές», και συνεπώς το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω δικαιωμάτων μπορεί να υπόκειται σε πρόσθετους περιορισμούς.
Ο Χάρτης εφαρμόζεται ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μολονότι έχει εγκριθεί πρωτόκολλο για τη διευκρίνιση του τρόπου εφαρμογής του στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία, τούτο δεν περιορίζει και δεν αποκλείει τον αντίκτυπο του Χάρτη στις νομικές τάξεις αυτών των δύο κρατών μελών, όπως έχει αναγνωρίσει ρητώς το Δικαστήριο [N.S., Υπόθεση C-411/10].
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αμέσως μετά την αναγνώριση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου από το Δικαστήριο, το Κοινοβούλιο υπογράμμισε ότι υπάρχει κίνδυνος το νέο δόγμα υπονομεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από τα εθνικά συντάγματα.
Το 1977, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υιοθέτησαν Κοινή Δήλωση περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην οποία δεσμεύτηκαν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Επιπλέον, το 1979, το Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο συνιστά να προσχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα στην ΕΣΑΔ.
Το σχέδιο Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 1984 (1.1.2) όριζε ότι η Ένωση πρέπει να προστατεύει την αξιοπρέπεια του ατόμου και να παρέχει σε κάθε πρόσωπο που υπάγεται στη δικαιοδοσία της τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες που απορρέουν από τις κοινές αρχές των εθνικών συνταγμάτων και της ΕΣΑΔ. Επιπλέον, προέβλεπε την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΑΔ.
Τον Απρίλιο του 1989, το Κοινοβούλιο εξέδωσε τη Διακήρυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ωστόσο, οι μεταγενέστερες προσπάθειες για να προσλάβει η διακήρυξη αυτή το καθεστώς ενός νομικά δεσμευτικού εγγράφου απέβησαν άκαρπες.
Το 1997, μετά την έγκριση της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το Κοινοβούλιο ζήτησε ακόμη μία φορά να θεσπιστεί ένας δεσμευτικός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατάρτισης που οδήγησε στη θέσπιση του Χάρτη, το Κοινοβούλιο ενέκρινε διάφορα ψηφίσματα στα οποία υποστήριξε επίμονα ότι θα πρέπει να δοθεί στο μέσο αυτό νομικά δεσμευτική μορφή με την ενσωμάτωσή του στις Συνθήκες.
Μετά την επίσημη διακήρυξη του Χάρτη, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την απογοήτευσή του για τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα του και ζήτησε για μια ακόμη την ενσωμάτωση του Χάρτη στις Συνθήκες με νομικά δεσμευτική μορφή. Sarah Sy 06/2017
Θεματολογικά δελτία για την Ευρωπαϊκή Ένωση - 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου