Σχολή Ν.Ο.Π.Ε. - Τμήμα
Νομικής
Εργασία
στο μάθημα Η’ εξαμήνου Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου
"Θεσμοί
Άμεσης Δημοκρατίας"
Ακαδημαϊκό έτος 2011-2012
Υπεύθυνος
Καθηγητής Ανδρέας Δημητρόπουλος
Αλούπη
Όλγα
Α.Μ.
1340200800010
Εξάμηνο
Φοίτησης Η’
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. Περίληψη-Summary..............................................................................................................σελ.3
II.Εισαγωγή-Άμεση και έμμεση δημοκρατία. Η ανάδειξη της μικτής δημοκρατίας.................... σελ.3
Α.Η κλασσική διάκριση της δημοκρατίας σε άμεση και έμμεση .............................................σελ.3
Β.Η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος.................................................................... σελ.5
Γ. Η ανάδειξη του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος ή μικτής δημοκρατίας ...................... σελ.6
II.Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας-Έννοια............................................................................... σελ.7
ΙΙΙ. Το Δημοψήφισμα.............................................................................................................. σελ.9
Α. Η έννοια του δημοψηφίσματος-Ορισμός και ορολογία...................................................... σελ.9
Β. Διακρίσεις του δημοψηφίσματος....................................................................................... σελ.10
1.Συνταγματικό και νομοθετικό δημόψηφισμα
2.Δημοψήφισμα ante legem και post legem
3.Αποφασιστικό ή δεσμευτικό και συμβουλευτικό
4. Υποχρεωτικό και προαιρετικό
5. Αποκλειστικό και συντρέχον δημοψήφισμα
6. Αυτοτελές και μη αυτοτελές δημοψήφισμα
8. Δημιουργικό και καταργητικό δημοψήφισμα
7.Λαϊκό δημοψήφισμα(ή δημοψήφισμα πολιτών) και Κρατικό δημοψήφισμα
- Λαϊκή αρνησικυρία (veto)
Γ. Γενικά η δημοψηφισματική διαδικασία.............................................................................. σελ.13
1. Δημοψηφισματική πρωτοβουλία
2. Συζήτηση
3.Η απόφαση του λαού
Δ. Δημοψηφισματικος χαρακτηρας των εκλογων.................................................................. σελ.14
Ε. Ο συνδυασμός δύο θεσμών άμεσης δημοκρατίας: Το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών ......................................................................................................................................................σελ.15
ΣΤ. Το δημοψήφισμα στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα............................................................. σελ.16
1. Γενικά χαρακτηριστικά του ελληνικού δημοψηφίσματος
2.Το δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα (άρθρο 44 παρ.2 εδ.α’).
3.Δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα (άρθρο44 παρ.2 εδ.β’)
4.Το Δημοψήφισμα στο Σύνταγμα του 1975 πριν την αναθεώρηση του 1986
5. Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974
Ζ. Γενική Επισκόπηση.............................................................................................................. σελ.21
ΙV. Aνάκληση
........................................................................................................................... σελ.22
Α. Έννοια................................................................................................................................ σελ.22
Β. Διακρίσεις......................................................................................................................... σελ.24
Γ. Αξιολόγηση του θεσμού ..................................................................................................... σελ.24
V. Νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών ................................................................................. σελ.24
A. Έννοια................................................................................................................................σελ.24
B. Διακρίσεις...................................................................................................................... ... σελ.25
1. Κονοβουλευτική-Δημοψηφισματική-Μικτή
2. Εν στενή εννοία-Εν ευρεία εννοία
3. Δημιουργική-Τροποποιητική-Καταργητική
4.Συνταγματική-Γνήσια Νομοθετική
5.Ατομική-Συλλογική
Γ. Κοινοβουλευτική νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών......................................................... σελ.26
Δ. Βασικά χαρακτηριστικά.................................................................................................... ... σελ.28
E. Πρωτοβουλία πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ................................................................. σελ.28
VI. Κριτική Επισκόπηση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας-Συμπεράσματα .......................... σελ.29
Βιβλιογραφία ..................................................................................................................................σελ.32
Λήμματα............................................................................................................................................σελ.33
v
I.Περίληψη
Η
δημοκρατία από άμεση, ως γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, εξελίχθηκε σε
έμμεση-αντιπροσωπευτική, η οποία και επικράτησε μετά την Γαλλική Επανάσταση. Η
αντίθεση των δύο εννοιών, άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας και η σύγχρονη κρίση
του αντιπροσωπευτικού συστήματος οδήγησαν στην ανάδειξη θεσμών άμεσης
δημοκρατίας. Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας είναι συνταγματικοί θεσμοί που
παρέχουν στον λαό το δικαίωμα να μετέχει στα κοινά, να λαμβάνει αποφάσεις και
να ασκεί εξουσία, πέραν του να αποτελεί απλή πηγή αυτής. Οι βασικές μορφές των
αμεσοδημοκρατικών θεσμών, οι οποίες αποτελούν και το αντικείμενο της παρούσας
εργασίας, είναι τρεις: δημοψήφισμα, νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών και
ανάκληση.
Summary
The direct democracy was born in
Ancient Greece and was evolved into indirect-representative, which eventually
predominated after the French Revolution. The opposition of these two forms of
democracy and the modern crisis of the representative system lead to the
appearance of the institutions of direct democracy[1].The
institutions of direct democracy are constitutional institutions, which offer
to the people the right to take part in the public issues and tο actively exercise their authority,
rather than being just source of it. The basic forms of the institutions of
direct democracy, which constitute the object of this project, are three:
referendum, popular initiative and recall.
II.Εισαγωγή
Άμεση
και έμμεση δημοκρατία. Η ανάδειξη της μικτής δημοκρατίας
Α. Η
κλασσική διάκριση της δημοκρατίας σε άμεση και έμμεση.
Δημοκρατία
είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός παίρνει ο ίδιος τις βασικές πολιτικές
αποφάσεις. Βασική και κλασσική διάκριση του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η
διάκριση σε άμεση και έμμεση δημοκρατία.
Άμεση
δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός ασκεί την κρατική εξουσία και
λαμβάνει άμεσα τις βασικές αποφάσεις για τα θέματα που τον αφορούν. Στην άμεση
δημοκρατία κυριαρχεί η αρχή της ταυτότητας, δηλαδή η βούληση της πλειοψηφίας
των πολιτών ταυτίζεται με την βούληση του λαού, με την volonté général. Θεμελιώδες
όργανο της άμεσης δημοκρατίας είναι η συνέλευση του λαού, όπου ο ίδιος ο λαός
αποφασίζει για τα θέματα που τον αφορούν (βουλεύεσθαι
περί των κοινών). Η άμεση δημοκρατία γεννήθηκε στην Αρχάια Ελλάδα. ‘’Δήμος
εστίν ο κρατών’’ περιγράφει συνοπτικά και περιεκτικά ο Αριστοτέλης το πολίτευμα
της δημοκρατίας[2]. Στην
αρχάια Αθήνα κεντρικό θεσμικό όργανο του κράτους ήταν η Εκκλησία του Δήμου, στην
οποία συμμετείχαν χωρίς περιορισμούς όλοι οι ελεύθεροι άνδρες Αθηναίοι πολίτες.
Στην άμεση δημοκρατία δεν υπάρχουν αντιπρόσωποι, αλλά μόνο πράκτορες, commis κατά τον Ρουσσό[3],
οι οποίοι εξασφαλίζουν την εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνει ο ίδιος ο λαός.
Έμμεση
ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία[4]
είναι το πολίτευμα στο οποίο η κρατική εξουσία δεν ασκείται άμεσα από τον λαό
αλλά από αντιπροσώπους αυτού. Απότοκο της Αμερικανικής και της Γαλλικής
Επανάστασης, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αναδείχθηκε από την σύγκρουση του εκ
του λαού εκλεγμένου κοινοβουλίου και του μονάρχη. Ο λαός δεν ασκεί την εξουσία,
όπως συμβαίνει στην άμεση δημοκρατία, αλλά αποτελεί πηγή αυτής. Αντιπροσώπευση[5]
συνοπτικά σημαίνει ότι η θέληση του corpore απόντος αντιπροσωπευομένου αντικαθίσταται από την θέληση
του πραγματικά ισχυρότερου και αξιολογικά ανώτερου αντιπροσώπου. Όταν το κέντρο
βάρους της ισχύος βρίσκεται στον αντιπρόσωπο υπάρχει αντιπροσώπευση(αυτό
υποστηρίζεται από την θεωρία του αντιπροσωπευτικού συτήματος, κατά το οποίο ο
αντιπρόσωπος υπερέχει), ενώ όταν το κέντρο βάρους της ισχύος βρίσκεται στον
αντιπροσωπευόμενο υπάρχει εκπροσώπηση. Ιστορικά η ανακήρυξη του λαού σε πηγή
της εξουσίας προήλθε ως αντίδραση στον μονάρχη, ο οποίος αποτελούσε ως τότε την
μοναδική πηγή εξουσίας (‘’l’ etat c’ est moi’’). Θεμέλιο της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας αποτελεί η πεποίθηση ότι ο λαός δεν είναι ικανός να αυτοκυβερνηθεί.
Ως εκ τούτου οι σημαντικές αποφάσεις για τα θέματα που τον αφορούν λαμβάνονται
από τους αντιπροσώπους του, οι οποίο αποφασίζουν ‘’αντί’’ αυτού. Η
αντιπροσωπευτική δημοκρατία εμφανίζεται σε δύο μορφές[6],
την γνήσια και την μη γνήσια. Σύμφωνα με την πρώτη οι αποφάσεις των
αντιπροσώπων, οι οποίοι δεν ανακαλούνται κατ’ ουδένα τρόπο, κατά πλάσμα δικαίου
θεωρούνται αποφάσεις του ίδιου του λαού. Σύμφωνα με τη μη γνήσια
αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν υπάρχουν αντιπρόσωποι του λαού αλλά απλοί
εντολοδόχοι αυτού οι οποίοι εκτελούν την εκπεφρασμένη βούλησή του και
ανακαλούνται ελευθέρως από αυτόν. Η δεύτερη αυτή μορφή πρόκειται ακριβέστερα για
μια μορφή συγκεκαλυμμένης άμεσης δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία
αναδείχθηκε για να λύσει πρακτικά προβλήματα τα οποία δημιουργούσε η εφαρμογή
της άμεσης δημοκρατίας στην νεότερη εποχή. Είναι πράγματι αδύνατο πρακτικά στις
πολυπληθείς κοινωνίες να συγκαλείται μια απέραντη εκκλησία του δήμου. Στην
αρχαία Ελλάδα η άμεση δημοκρατία ήταν δυνατόν να λειτουργήσει λόγω του μικρού
πληθυσμού και του θεσμού της δουλείας, καθότι οι πολίτες ήταν απαλλαγμένοι από
ασχολίες και εργασίες για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Τις πρακτικές
αυτές δυσχέρειες αλλά και την ανάγκη άσκησης εκ μέρους του λαού έστω εμμέσως
της κρατικής εξουσίας, ήρθε να καλύψει η κατασκευή της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας.
Η
έμμεση δημοκρατία διέπεται από ορισμένες θεμελιώδεις αρχές. Πρώτον, η κρατική
εξουσία ασκείται από τους βουλευτές, οι οποίοι έλκουν την ισχύ τους από τον
λαό. Ο βουλευτής αντιπροσωπεύει όχι μόνον τους εκλογείς της περιφέρειάς του
αλλά ολόκληρο τον λαό, την ολότητα. Επιπροσθέτως, βασική αρχή της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η έννοια της ελεύθερης εντολής, ήτοι της μη
δέσμευσης του αντιπροσώπου κατά την λήψη αποφάσεων από ουδεμία δεσμευτική
εντολή[7].
Η δέσμευσή του είναι μόνον ηθική αλλά ουδόλως νομική, καθότι δεν υπόκειται σε
ανάκληση. Νομικά δεν απαιτείται η έγκριση εκ μέρους του λαού των πράξεων των
αντιπροσώπων του, καίτοι εκλέγονται από αυτόν. Στο αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν
μπορούμε να μιλήσουμε για δημοκρατία, στην κυριολεξία του όρου. Η δημοκρατία
είναι συνυφασμένη με την αμεσότητα, η οποία αποτελεί μορφολογικό στοιχείο της.
Η έννοια έμμεση δημοκρατία εμπεριέχει λογική αντίφαση, αποτελεί σχήμα οξύμωρο.
Β. Η
κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος
Η
αντιπροσωπευτική δημοκρατία ήκμασε κατά τον 19ο αιώνα, κατά τα τέλη
του οποίου άρχισε ο ισχυρός κλονισμός της. Σταδιακά ασκήθηκε δριμύτατη κριτική
στο εν λόγω πολιτικό σύστημα. Πλέον μπορούμε να μιλήσουμε για κρίση της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας[8],
ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη της κομματικής δημοκρατίας. Ο δημιουργικός
χαρτακτήρας των συζητήσεων εντός του κοινοβουλίου έχει απωλεσθεί, λόγω της
εσωκομματικής δέσμευσης των βουλευτών. Επιπλέον, η θέληση του λαού αποκτά
ολοένα ισχυρότερη θέση στο πολιτικό σύστημα. Η κοινή γνώμη αποκτά σήμερα
βαρύνουσα σημασία και αναγορεύεται σε έννομο αγαθό προστατευόμενο από το ίδιο
το Σύνταγμα, όπως αυτό προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις περί τύπου και
ραδιοφωνίας [9]οι οποίες
διασφαλίζουν την ελευθερία διακίνησης των ιδεών. Ακόμη και άτυπα, μη θεσμοθετημένα, οι
βουλευτές αναζητούν την κοινή γνώμη πριν την λήψη αποφάσεων μέσω δημοσκοπήσεων επί
παραδείγματι, ενώ η εξουσία της ψήφου(pouvoir du suffrage) αυξάνεται. Η εξέλιξη της σύγχρονης
κοινωνίας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η ελεύθερη πρόσβαση στην παιδεία, τα
μέσα ενημέρωσης διαμορφώνουν σήμερα έναν λαό ικανό πλέον να λαμβάνει αποφάσεις
για θέματα που τον αφορούν, να συμμετέχει ενεργά στην άσκηση της εξουσίας και
να αποτελεί ενεργό μέτοχο στην νομοπαραγωγική διαδικασία. Άλλωστε η θεωρία του
αντιπροσωπευτικού συστήματος αντίκειται στην λαϊκή κυριαρχία, ακρογωνιαίο λίθο
της σύγχρονης δημοκρατίας[10].
Η
επικράτηση της κομματικής δημοκρατίας ανέδειξε πλείστες κονοβουλευτικές ομάδες
εντός του κοινοβουλίου, οι οποίες δεν εκπροσωπούν την ολότητα του λαού, όπως
μας διδάσκει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά πλείονα τμήματα αυτού, προσδίδοντας
στην σύγχρονη δημοκρατία μια πλουραλιστική υφή. Η έννοια του πολιτικού
κόμματος, θεσμού κρατερού και απαραίτητου πλέον στο πολιτικό μας σύστημα, όπως
αυτό έχει διαμορφωθεί, δεν μπορεί να συμβαδίσει με την κλασσική θεωρία της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Γ. Η
ανάδειξη του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος ή
μικτής δημοκρατίας
Τις
ανάγκες αυτές της σύγχρονης κοινωνικοπολιτκής πραγματικότητας έρχεται να
καλύψει ένα σύγχρονο και μεταβατικό κατασκεύασμα, το ‘’ημιαντιπροσωπευτικό
σύτημα’’ ή ‘’μικτή δημοκρατία’[11]’.
Μικτή δημοκρατία είναι το πολιτικό σύστημα στο οποίο συνυπάρχουν η
αντιπροσωπευτική αρχή και η αναγνώριση θεσμών άμεσης δημοκρατίας. Δύο είναι τα
βασικά στοιχεία της: η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων και οι θεσμοί άμεσης
δημοκρατίας, οι οποίοι και αποτελούν αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Ωστόσο
μικτή δημοκρατία έχουμε και σε περίπτωση απουσίας κάποιου θεσμού άμεσης
δημοκρατίας εφόσον ο λαός συμμετέχει ενεργά στην άσκηση της κρατικής εξουσίας,
λόγου χάριν μέσω των πολιτικών κομμάτων.
Η
μικτή δημοκρατία προέκυψε από την διαλεκτική αντίθεση της άμεσης και έμμεσης
δημοκρατίας, εννοιών αντιδιαμετρικά αντίθετων. Σταδιακά οι αντιπρόσωποι
μεταβάλλονται σε εκπροσώπους, ώστε η πολιτική ισχύς ολοένα μετατοπίζεται από
τον αντιπρόσωπο στον αντιπροσωπευόμενο, ο οποίος αποκτά υπεροχή στο πολιτικό
σύστημα. Στην μικτή δημοκρατία η αντιπροσωπευτική αρχή υποχωρεί προς όφελος της
αρχής της ταυτότητας[12].
Η μικτή δημοκρατία αποτελεί ένα μίγμα άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας. Η μίξη
στοιχείων των δύο αυτών μορφών δημοκρατίας μπορεί να γίνει με ποικίλους τρόπους
και συνδυασμούς, ούτως ώστε η μικτή δημοκρατία δεν αποτελεί ένα συγκεκριμένο
είδος πολιτικού συστήματος αλλά ο εκάστοτε συντακτικός νομοθέτης μπορεί να της
προσδώσει την μορφή που επιθυμεί[13].
Επί παραδείγματι, με την θεσμοθέτηση του δημοψηφίσματος στο άρθρο 44 του
Συντάγματος του 1975, ο Έλληνας συντακτικός νομοθέτης προσέδωσε στην ελληνική
δημοκρατία τον μικτό χαρακτήρα της. Δεν προσέθεσε απλώς στο συνταγματικό
οικοδόμημα έναν επιπλέον θεσμό, αλλά έκανε έκανε μια θεμελιώδους σημασία
επιλογή: προέβη σε μια πολιτειακή μεταβολή
και επέλεξε τον τύπο του πολιτεύματος, ήτοι την μικτή δημοκρατία. Η
σημασία της κατάληξης ότι το πολίτευμα έχει τον χαρακτήρα της μικτής δημοκρατίας
είναι θεμελιώδους σημασίας, πρακτικής, θεωρητικής και πολιτικής. Αναδεικνύεται
μια τέταρτη εξουσία de
iure ρυθμιστική,
η εξουσία του λαού.
Ωστόσο
, από την φύση τους η άμεση και η έμμεση δημοκρατία είναι αδύνατον να
συνυπάρξουν ες αεί. Για τον λόγο αυτό λέγεται ότι η μικτή δημοκρατία αποτελεί μεταβατικό στάδιο της εξέλιξης του
πολιτικού συτήματος. Η συνύπαρξη της αντιπροσωπευτικής αρχής και της αρχής της
ταυτότητας εντός του ίδιου πολιτεύματος οδηγούν αναπόφευκτα σε μια διαρκή
σύγκρουση και στην εντέλει επικράτηση της μιας εκ των δύο αυτών αρχών.
Οι
θεσμοί άμεσης δημοκρατίας έρχονται να καλύψουν τα κενά της σύγχρονης
δημοκρατίας. Η επικράτησή τους είναι απότοκο της κρίσης του γνήσιου
αντιπροσωπευτικού συστήματως και των πλημμελειών που παρουσιάζει η απόλυτη και
αυστηρή εφαρμογή του. Είναι αναγκαίοι στο σύγχρονο πολιτικό οικοδόμημα
προκειμένου να αντισταθμίσουν την ανεπάρκεια και την αδυναμία των κομμάτων να
εκπροσωπήσουν την volonté général.
II.Οι
θεσμοί άμεσης δημοκρατίας-Έννοια
Θεσμοί
άμεσης δημοκρατίας είναι συνταγματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν εντός του
αντιπροσωπευτικού συστήματος, στον λαό να αυτοκυβερνάται, ήτοι να συμμετέχει
αμέσως στην άσκηση της εξουσίας.
Οι
θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας εμφανίζονται κατά κανόνα στον τομέα της
νομοθετικής εξουσίας. Στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας η άμεση συμμετοχή του
λαού στα κοινά βρίσκει την βασικότερη και σπουδαιότερη έκφρασή της στις
εκλογές, ενώ στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας οι εξειδικευμένες γνώσεις οι
οποίες απαιτούνται δεν αφήνουν περιθώρια για άμεση ανάμειξη του λαού στην
άσκησή της[14].
Οι
θεσμοί άμεσης δημοκρατίας έχουν της ρίζες τους στην ελληνική αρχαιότητα, μητέρα
της δημοκρατίας. Γεννήθηκαν εντός της εκκλησίας του Δήμου, στην μήτρα της
άμεσης δημοκρατίας. Στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία, κάθε πολίτης είχε το
δικαίωμα να συμμετέχει στα κοινά, να προτείνει και να ψηφίζει νόμους αλλά και
να ασκεί έλεγχο στους άρχοντες. Οι θεσμοί της επιχειροτονίας των νόμων,
τηςεπιχειροτονίας και της εισαγγελίας μη χρήσθαι τοις νόμοις είναι πρόγονοι των
σύγχρονων αμεσοδημοκρατικών θεσμών[15].
Διακρίνονται
σε γνήσιους και μικτούς αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς. Γνήσιοι είναι οι θεσμοί
άμεσης δημοκρατίας, οι οποίοι καθ’ όλη την διαδικασία τους εμφανίζουν έντονο το
στοιχείο της αμεσότητας (βλ.πκ Η δημοψηφισματική πρωτοβουλία πολιτών). Μικτοί ή
μη γνήσιοι είναι οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας οι οποίοι συνδυάζουν στοιχεία
αμεσότητας και αντιπροσώπευσης (π.χ. το κυβερνητικό δημοψήφισμα).
Οι
θεμελιώδεις θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, παραλλαγές των οποίων συναντώνται στα
εθνικά συντάγματα, είναι το δημοψήφισμα, η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών
και η ανάκληση.
Οι
τρεις αυτοί θεσμοί αποτελούν μηχανισμούς άμεσης συμμετοχής του λαού, χωρίς
δηλαδή την παρεμβολή αντιπροσώπων, στην άσκηση της εξουσίας.
Βασική
διαφοροποίηση των τριών αυτών θεσμών γίνεται με βάση το υποκείμενο της
διαδικασίας. Στο δημοψήφισμα υποκείμενο της διαδικασίας είναι το σύνολο του
λαού, το σύνολο του εκλογικού σώματος. Στην νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών
υποκείμενο της διαδικασίας είναι ορισμένο τμήμα του λαού. Στην ανάκληση
υποκείμενο της διαδικασίας είναι το σύνολο του λαού, ο οποίος όμως ασκεί corpore έμμεσα την εξουσία, αλλά animo άμεσα[16].
Το ίδιο ισχύει και για τις εκλογές οι οποίες παρέχουν επιτακτική εντολή.
Το
δημοψήφισμα και η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών παρέχουν νομοθετική εξουσία
στον λαό, ενώ η ανάκληση αποτελεί μέσο ελέγχου των κυβερνώντων.
Α.Ομοιότητες
και διαφορές των θεσμών άμεσης δημοκρατίας
1.
Δημοψήφισμα-Ανάκληση: Οι δύο αυτοί θεσμοί άμεσης δημοκρατίας ομοιάζουν ως προς
την διαδικασία και ως προς την συμμετοχή του συνόλου του λαού σε αυτήν. Ωστόσο το
δημοψήφισμα έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ενώ η ανάκληση έχει προσωπικό
χαρακτήρα, καθώς αποτελεί μέσο ελέγχου προσώπων.
2.
Νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών-Ανάκληση: Οι δύο αυτοί θεσμοί άμεσης δημοκρατίας
ομοιάζουν μόνο ως προς το ότι κινητήριο όργανο είναι ο λαός. Ωστόσο η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών ασκείται από ορισμένο τμήμα του εκλογικού
σώματος και παρέχει την δυνατότητα άμεσης άσκησης της νομοθετικής εξουσίας. Η
ανάκληση ασκείται από το σύνολο του εκλογικού σώματος, αποτελεί μέσο ελέγχου
προσώπων ασκούντων εξουσία και ως εκ τούτου έχει έντονο το προσωπικό στοιχείο.
3.
Δημοψήφισμα-Νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών: Οι δύο αυτοί θεσμοί άμεσης
δημοκρατίας ανήκουν στο πεδίο της νομοθετικής εξουσίας, ανάγονται όμως σε
διαφορετικά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας. Η νομοθετική πρωτοβουλία
πολιτών ανήκει στο πρώτο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας, δηλαδή στην
νομοθετική πρωτοβουλία, πριν την συζήτηση και την ψήφιση. Το δημοψήφισμα
ακολουθεί χρονικά και τοποθετείται στο τέλος της νομοθετικής διαδικασίας, στο
στάδιο της συζήτησης και ψήφισης του κανόνα δικαίου. Οι δύο αυτοί θεσμοί δεν
αλληλοαποκλείονται, αντιθέτως αλληλοσυμπληρώνονται και η σύνθεσή τους
αναδεικνύει έναν ύψιστο και γνησιώτατο θεσμό άμεσης δημοκρατίας, την
δημοψηφισματική πρωτοβουλία πολιτών[17].
III. Το
Δημοψήφισμα
Α. Η
έννοια του δημοψηφίσματος-Ορισμός και ορολογία
Δημοψήφισμα[18]
είναι η άμεση δήλωση της βούλησης του λαού, ο οποίος λειτουργών ως ανώτατο
όργανο του κράτους και ως νομοθετικό όργανο αποφαίνεται για την δημιουργία,
τροποποιήση ή κατάργηση κανόνων δικαίου.
Το
δημοψήφισμα αποτελεί άμεση έκφραση της βούλησης του εκλογικού σώματος, χώρις
την παρεμβολή αντιπροσώπων. Για τον λόγο αυτό εντάσσεται στους θεσμούς άμεσης
δημοκρατίας.
Μητέρα
του δημοψηφίσματος είναι η Ελβετία. Ήδη μια πρώιμη μορφή δημοψηφίσματος
καθιερώθηκε τον 15ο αιώνα εντός των λαϊκών συνελεύσεων (Landsgemeinde) ορισμένων ορεινών
καντονιών, ενώ το πρώτο εθνικής εμβέλειας δημοψήφισμα διεξήχθη στην Ελβετία
όταν τέθηκε υπό την έγκριση του λαού το Σύνταγμα το οποίο είχε επιβάλλει ο
Ναπολέοντας[19].
Δημοψήφισμα
με την ουσιαστική έννοια του όρου είναι η απόφαση του λαού, η άμεση δήλωση της
βούλησής του επί ενός θέματος το οποίο έχει τεθεί υπό την κρίση του.
Δημοψήφισμα με την τυπική έννοια του όρου είναι η δημοψηφισματική διαδικασία,
κατάληξη της οποίας αποτελεί το δημοψήφισμα με την ουσιαστική έννοια του όρου,
ήτοι η λαϊκή ετυμηγορία.
Διεθνώς
έχει επικρατήσει ο λατινογενής όρος referendum.
Το
δημοψήφισμα πρέπει να διακρίνεται από την διαδικασία λαϊκής ψηφοφορίας προς
εκλογή βουλευτών ή ανώτατου άρχοντα (βλ. τον γαλλικό όρο plebiscite[20] ή plebiscitum). Πρόκειται για το
προσωπικό δημοψήφισμα, το οποίο καταχρηστικά μόνο ονομάζεται δημοψήφισμα, καθώς
στην ουσία πρόκειται για τυπική επικύρωση από το εκλογικό σώμα μιας απόφασης
που έχει ήδη ληφθεί , συνήθως υπέρ ενός προσώπου ή υπέρ ενός πολιτικού
συστήματος. Συχνά η εν λόγω μορφή δημοψηφίσματος διεξάγεται χωρίς τις
απαιτούμενες εγγυήσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων και ως εκ τούτου αποτελεί
στρέβλωση του γνήσιου θεσμού του δημοψηφίσματος αλλοιώνοντας τον άμεσο
χαρακτήρα του. Ωστόσο ο όρος αυτός περιλαμβάνει αντίφαση, καθώς το δημοψήφισμα
έχει ουσιαστικό και όχι προσωπικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με την διαδικασία των
εκλογών[21].
Β. Διακρίσεις
του δημοψηφίσματος
1.Συνταγματικό
και νομοθετικό δημόψηφισμα
Ανάλογα με την τυπική δύναμη
των κανόνων δικαίου , οι οποίοι παράγονται μέσω του δημοψηφίσματος, το
δημοψήφισμα διακρίνεται σε συνταγματικό και νομοθετικό. Με το συνταγματικό
δημοψήφισμα παράγωνται συνταγματικοί κανόνες[22].
Με το νομοθετικό δημοψήφισμα το εκλογικό σώμα μετέχει στην νομοθετική
διαδικασία με την παραγωγή τυπικών νόμων.
2.Δημοψήφισμα ante legem και post legem
Η διάκριση αυτή γίνεται με
κριτήριο τον χρόνο κατά τον οποίο διεξάγεται το δημοψήφισμα σε σχέση με την
νομοπαραγωγική διαδικασία. Εάν το δημοψήφισμα προηγείται της έκδοσης νόμου
πρόκειται για δημοψήφισμα ante
legem.
Εάν το δημοψήφισμα έπεται της έκδοσης του νόμου, καλείται δημοψήφισμα post legem. Ο ρόλος του post legem δημοψηφίσματος είναι ελεγκτικός,
αποτελεί μιας μορφής έγκριση της πράξης του κοινοβουλίου.
3.Αποφασιστικό
ή δεσμευτικό και συμβουλευτικό
Η διάκριση γίνεται με
κριτήριο την δεσμευτικότητα της ετυμηγορίας του εκλογικού σώματος κατά την
διενέργεια του δημοψηφίσματος. Η σημασία της διάκρισης είναι θεμελιώδης, καθώς
για θεσμό άμεσης δημοκρατίας με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, εισροή στο
αντιπροσωπευτικό σύστημα στοιχείων της άμεσης δημοκρατίας και μετατροπή του
πολιτεύματος σε μικτή δημοκρατία ομιλούμε μόνο στην περίπτωση του δεσμευτικού
δημοψηφίσματος. Το αποφασιστικό ή δεσμευτικό δημοψήφισμα[23]
παράγει πλήρη έννομα αποτελέσματα και έχει δεσμευτική ισχύ. Στον αντίποδα το
συμβουλευτικό δημοψήφισμα δεν έχει δεσμευτική ισχύ και αποτελεί απλή έκφραση
της γνώμης του εκλογικού σώματος[24].
Αποτελεί μιας μορφής σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης και θεμελιώνει μόνον
πολιτική δέσμευση προς το αντιπροσωπευτικό σώμα[25].
Έχει τεθεί ο προβληματισμός
έαν είναι ή όχι αντισυνταγματική η διενέργεια συμβουλευτικού δημοψηφίσματος και
η πρόβλεψή του με νόμο σε περίπτωση που το Σύνταγμα της χώρας δεν προβλέπει
καθόλου τον θεσμό του δημοψηφίσματος ή προβλέπει μόνον το δεσμευτικό
δημοψήφισμα[26]. Εφόσον
δεν απαγορεύεται ρητά από το σύνταγμα, θεωρώ ότι είναι ορθότερο να θεωρηθεί
σύμφωνη με το σύνταγμα η πρόβλεψη συμβουλευτικού δημοψηφίσματος, εφόσον η
διαμορφούμενη μέσω αυτού γνώμη του λαού δεν είναι δεσμευτική και ως εκ τούτου
δεν αλλοιώνει το αντιπροσωπευτικό σύστημα.
4.
Υποχρεωτικό και προαιρετικό
Η διάκριση γίνεται με
κριτήριο τον βαθμό συμμετοχής του λαού στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας.
Υποχρεωτικό είναι το δημοψήφισμα το οποίο διεξάγεται υποχρεωτικά εφόσον
συντρέξουν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει η
έννοια της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας, καθώς η διεξαγωγή του επιβάλλεται ex constitutione[27]. Σε
περίπτωση πρόβλεψης υποχρεωτικού δημοψηφίσματος το αντιπροσωπευτικό σύστημα
αλλοιώνεται πλήρως, ενώ ο λαός ανάγεται σε φορέα της άσκησης της νομοθετικής
εξουσίας. Προαιρετικό είναι το δημοψήφισμα η διεξαγωγή του οποίου εναπόκειται
στην διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου να εκκινήσει την διαδικασία οργάνου[28].
5. Αποκλειστικό
και συντρέχον δημοψήφισμα
Αποκλειστικό είναι το
δημοψήφισμα, το οποίο προβλέπεται ως μόνη και αποκλειστική διαδικασία για την
ρύθμιση συγκεκριμένου θέματος[29].
Συντρέχον είναι το δημοψήφισμα όταν παράλληλα με αυτό συντρέχει και άλλη
διαδικασία για την ρύθμιση ενός θέματος. Το συντρέχον δημοψήφισμα διακρίνεται
περαιτέρω σε διαζευκτικό συντρέχον δημοψήφισμα και εναλλακτικό συντρέχον
δημοψήφισμα. Διαζευκτικό είναι το δημοψήφισμα το οποίο συντρέχει παράλληλα με
έτερη κοινοβουλευτική διαδικασία και για την ρύθμιση ενός θέματος μπορεί να
επιλεχθεί είτε η μία είτε η άλλη διαδικασία. Εναλλακτικό δημοψήφισμα είναι αυτό
το οποίο διενεργείται σε περίπτωση που δεν τελεσφορήσει η κοινοβουλευτική
διαδικασία. Προϋπόθεση διενέργειας του εναλλακτικού δημοψηφίσματος είναι η
αποτυχία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
6. Αυτοτελές
και μη αυτοτελές δημοψήφισμα
Κριτήριο της διάκρισης είναι
η ένταξη του δημοψηφίσματος εντός ορισμένης διαδικασίας. Αυτοτελές είναι το
δημοψήφισμα το οποίο δεν εντάσσεται εις ετέρα διαδικασία και δεν απαιτεί
σύμπραξη άλλου οργάνου. Μη αυτοτελές είναι το δημοψήφισμα το οποίο εντάσσεται
στο πλαίσιο γενικότερης διαδικασίας και απαιτεί σύμπραξη και άλλου οργάνου π.χ.
της Βουλής για την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας.
7.Λαϊκό
δημοψήφισμα(ή δημοψήφισμα πολιτών) και Κρατικό δημοψήφισμα
Η διάκριση γίνεται με
κριτήριο το ποιος έχει την πρωτοβουλία διενέργειας του δημοψηφίσματος και είναι
θεμελιώδους σημασίας. Τα δύο αυτά είδη δεν αλληλοεξουδετερώνονται αλλά είναι
δυνατόν να συνδυαστούν[30].
Λαϊκό είναι το δημοψήφισμα, το οποίο διενεργείται με πρωτοβουλία του ίδιου του
εκλογικού σώματος. Πρόκειται, δηλαδή, για συνδυασμό δύο θεσμών άμεσης
δημοκρατίας: του δημοψηφίσματος και της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Κρατικό
είναι το δημοψήφισμα το οποίο διενεργείται με πρωτοβουλία ενός κρατικού
οργάνου. Το κρατικό δημοψήφισμα διακρίνεται περαιτέρω σε προεδρικό,
κυβερνητικό, αντιπολιτευτικό και δημοψήφισμα ομόσπονδων κρατών. Προεδρικό είναι
το δημοψήφισμα το οποίο διεξάγεται με πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας[31].
Κυβερνητικό είναι το δημοψήφισμα το οποίο διεξάγεται με πρωτοβουλία της
κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία στηρίζει την
κυβέρνηση. Αντιπολιτευτικό είναι το δημοψήφισμα το οποίο διενεργείται με
πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, ήτοι της ηττηθείσας κατά τις
εκλογές μειοψηφίας της Βουλής χωρίς να απαιτείται και σύμπραξη της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (οπότετε θα επρόκειτο για κυβερνητικό
δημοψήφισμα). Το είδος αυτό δημοψηφίσματος αποτελεί ένα είδος ελέγχου της
αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση[32].
Τέλος το δημοψήφισμα ομόσπονδων κρατών διενεργείται με πρωτοβουλία
συγκεκριμένου αριθμού ομόσπονδων κρατών[33].
8. Δημιουργικό
και καταργητικό δημοψήφισμα
Η διάκριση αυτή αντιστοιχεί στην
γενικότερη διάκριση της νομοθετικής πρωτοβουλίας σε δημιουργική και
καταργητική. Δημιουργικό είναι το δημοψήφισμα το οποίο αποσκοπεί σε θέσπιση
κανόνα δικαίου, ο οποίος δεν υπήρχε πριν στην έννομη τάξη. Καταργητικό είναι το
δημοψήφισμα το οποίο οδηγεί σε κατάργηση κανόνα δικαίου. Ο συνδυασμός του
καταργητικού δημοψηφίσματος και της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας πολιτών
δημιουργεί τον θεσμό της λαϊκής αρνησικυρίας (veto).
Λαϊκή
αρνησικυρία (veto)
Λαϊκή αρνησικυρία είναι η με
πρωτοβουλία ορισμένου αριθμού πολιτών προκαλούμενη λαϊκή ψηφοφορία με
αντικείμενο την κατάργηση νόμου. Αποτελεί μέσο αντίστασης του εκλογικού
σώματος, ένα είδος ένστασης με καταργητικά αποτελέσματα. Προϋποθέτει ήδη
ψηφισμένο τυπικό νόμο. Εν ολίγοις το καταργητικό δημοψήφισμα με πρωτοβουλία
πολιτών αποτελεί τον θεσμό της λαϊκής αρνισηκυρίας. Ο Α. Σβώλος[34]
αναφέρει το λαϊκό veto
ως
ίδιον είδος δημοψηφίσματος το οποίο διενεργείται μετά την ισχύ του νόμου-δηλαδή
την τυπική- και αφορά την μη περαιτέρω ισχύ αυτού, δηλαδή την μη έναρξη της ουσιαστικής
ισχύος του. Ως θεσμός προβλέπεται στο Ιταλικό Σύνταγμα (βλ. πκ υποσ.44), καθώς
και στην Ελβετική έννομη τάξη.
Γ. Γενικά
η δημοψηφισματική διαδικασία
Όπως
προαναφέρθηκε δημοψήφισμα με την τυπική έννοια του όρου είναι η δημοψηφισματική
διαδικασία. Ανεξαρτήτως των τεχνικών-ειδικών λεπτομερειών της δημοψηφισματικής
διαδικασίας που προβλέπουν οι διάφορες έννομες τάξεις, η διαδικασία του
δημοψηφίσματος περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια: τη δημοψηφισματική πρωτοβουλία,
την συζήτηση και την απόφαση του λαού.
1. Δημοψηφισματική πρωτοβουλία
Δημοψηφισματική
πρωτοβουλία είναι το δικαίωμα πρότασης νόμων, όχι προς το κοινοβούλιο, αλλά
προς τον λαό[35].
Ανάλογα με το ποιος έχει δικαίωμα δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας, το δημοψήφισμα
ως προαναφέρθη, διακρίνεται σε λαϊκό και κρατικό[36].
Το όργανο, στο οποίο ανήκει η δημοψηφισματική πρωτοβουλία, διατυπώνει ένα
ερώτημα απευθυνόμενο στο λαό. Το ερώτημα αυτό πρέπει να είναι σαφές,
συμπυκνωμένο και συγκεκριμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απαντάται με ‘’ναι’’ ή
‘’όχι’’. Οι ασκούντες κριτική στον εν λόγω θεσμό, υποστηρίζουν ότι το ερώτημα
δύναται να διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο από το όργανο το οποίο έχει την
δημοψηφισματική πρωτοβουλία, ώστε να προκαθορίζει εντέλει την απάντηση του
εκλογικού σώματος. Επιπλέον λέγεται ότι τεχνικά, λεπρομερή και πολύπλοκα
ζήτηματα είναι δυσχερές να διατυπωθούν σε ένα περιεκτικό και συνοπτικό ερώτημα[37].
Ωστόσο η δημοψηφισματική διαδικασία εν ευρεία εννοιά περιλαμβάνει και το στάδιο
της επεξεργασίας, ανάλυσης και ωρίμανσης του υπό κρίση ζητήματος για ένα
ικανοποιητικό χρονικό διάστημα πριν την ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος. Το
ερώτημα του δημοψηφίσματος μπορεί να είναι απλό, σύνθετο, όταν περιλαμβάνει
πλείονα υποερωτήματα και πολλαπλό, όταν περιλαμβάνει πλείονα ερωτήματα
ανεξάρτητα μετραξύ τους. Οποιοδήποτε ζήτημα μπορεί να τεθεί στην κρίση του λαού
μέσω δημοψηφισματικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτουν
οι συνταγματικοί κανόνες της εκάστου έννομης τάξης.[38]
2. Συζήτηση
Συζήτηση
είναι η επεξεργασία, ανάλυση και ωρίμανση του υπό κρίση ζητήματος μετά την
άσκηση της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας από το αρμόδιο όργανο. Όπως στην
κοινοβουλευτική διαδικασία παραγωγής κανόνων δικαίου, προηγείται συζήτηση του
υπό κρίση νομοσχεδίου στο κοινοβούλιο, ούτως και κατά την δημοψηφισματική διαδικασία
είναι θεμελιώδους σημασίας η πριν την λήψη της απόφασης επεξεργασία του
ζητήματος- αντικειμένου του δημοψηφίσματος. Στην σύγχρονη εποχή, είναι δεδομένη
η σημασία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ο δημόσιος διάλογος, τον οποίο
μπορούν να προσφέρουν, στο στάδιο αυτό της δημοψηφισματικής διαδικασίας.
3.Η απόφαση του λαού
Τελευταίο
στάδιο της δημοψηφισματικής διαδικασίας είναι η λήψη της απόφασης επί του υπό
κρίση ζητήματος εκ μέρους του λαού, ήτοι η ψήφιση, η στιγμή της κάλπης. Η
δημοψηφισματική διαδικασία ελέγχεται από το αρμόδιο όργανο, συνήθως την
δικαστική εξουσία.
Δ. Δημοψηφισματικος
χαρακτηρας των εκλογων[39]
Οι
εκλογές, σε αντίθεση με το δημοψήφισμα, έχουν προσωπικό χαρακτήρα, ήτοι οδηγούν
σε επιλογή προσώπων-αντιπροσώπων και ουχί σε επιλογή συγκεκριμένης πολιτικής
για την ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν τον λαό. Αντιθέτως το δημοψήφισμα
καταλήγει σε λήψη απόφασης από τον ίδιο τον λαό για την ρύθμιση ενός ζητήματος
που τον αφορά. Με το δημοψήφισμα το εκλογικό σώμα εκφράζει την βούλησή του επί
συγκεκριμένου και απολύτως ορισμένου ζητήματος. Αντιθέτως, με τις εκλογές ο
λαός εκλέγοντας τους αντιπροσώπους αυτού αποφασίζει τις γενικές αρχές με τις
οποίες επιθυμεί να κυβερνηθεί και να ρυθμιστεί το πλήθος ζητημάτων που τον
αφορά. Οι εκλογές αποτελούν κλασσικό θεσμό της έμμεσης δημοκρατίας, ενώ το
δημοψήφισμα αποτελεί τον πιο διαδεδομένο θεσμό άμεσης δημοκρατίας.
Στην
σύγχρονη εποχή, υπό τις ολοένα μεταβαλλόμενες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, οι
εκλογές πλην του προσωπικού τους χαρακτήρα αποκτούν και ουσιαστικό περιεχόμενο.
Το εκλογικό σώμα συχνά, κατά την διαδακασία των εκλογών, καλείται όχι μόνο να
εκλέξει τους αντιπροσώπους του αλλά και να λάβει, μέσω αυτής της εκλογής και
επιλογής προσώπων, σημαντικές αποφάσεις για επίκαιρα ζητήματα που τον αφορούν.
Ως εκ τούτου οι εκλογές αποκτούν δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Η αλλοίωση αυτή του
προσωπικού χαρακτήρα των εκλογών αντιστοιχεί στην αλλοίωση του κλασσικού
αντιπροσωπευτικού συστήματος με την εισροή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας στο
πολίτευμα και την ανάδειξη της μικτής δημοκρατίας. Αντιστοιχεί επιπλέον στην
επικράτηση της κομματικής δημοκρατίας. Το εκλογικό σώμα εκλέγει πολιτικά
κόμματα, επιλέγοντας ταυτοχρόνως το αντίστοιχο πολιτικό πρόγραμμα, ήτοι
λαμβάνοντας πολιτικές αποφάσεις περί των ζητημάτων που το αφορούν[40].
Ο
δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών διακρίνεται από την ταυτόχρονη
διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος, για λόγους οικονομίας χρόνου και
χρήματος, διαδικασία βέβαια που προσδίδει έντονο δημοψηφισματικό χαρακτήρα στις
εκλογές. Η διαδικασία αυτή είναι συνήθης στις ΗΠΑ.
Ε.
Ο συνδυασμός δύο θεσμών άμεσης δημοκρατίας: Το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία
πολιτών
Στο
δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών ή άλλως δημοψηφισματική πρωτοβουλία πολιτών,
στους πολίτες ανήκει τόσο η τυπική όσο και η ουσιαστική δημοψηφισματική
πρωτοβουλία[41].
Πρόκειται για την γνήσια και τελειότερη μορφή δημοψηφίσματος, ως θεσμού αμέσου
δημοκρατίας στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Είναι η γνησιότερη εκδήλωσει της
αμεσότητας στην άσκηση της λαϊκής εξουσίας εντός ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Ως
θεσμός παραπέμπει στην γνήσια άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, όπου κάθε
πολίτης είχε το δικαίωμα να προτείνει νόμο και να τον θέσει στην κρίση της
Εκκλησίας του Δήμου.
Συγκεκριμένος
αριθμός πολιτών απευθύνει στην κρίση του λαού συγκεκριμένο ερώτημα. Ούτως
ειπείν, και το στάδιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας και το στάδιο της συζήτησης
και ψήφισης του νόμου, ανήκουν κατ’ αυτόν τον τρόπο στον λαό. Θα μπορούσε να
λεχθεί ότι κάθε άλλο είδος δημοψηφίσματος είναι ατελές[42].
Η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία καταλήγει όχι στην συνήθη κοινοβουλευτική
διαδικασία ψήφισης νόμων, αλλά στην διενέργεια δημοψηφίσματος. Ο λαός με τον
θεσμό αυτό αποκτά πλήρως τα ηνία της νομοθετικής διαδικασίας. Το τμήμα του
λαού, το οποίο λαμβάνει την σχετική πρωτοβουλία, μπορεί να θέσει στην κρίση του
συνόλου του εκλογικού σώματος ψηφισμένο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου ή
οποιο΄δηποτε άλλο ζήτημα. Μπορεί επίσης αυτή η μορφή δημοψηφίσματος να αφορά
συνταγματικές ή νομοθετικές διατάξεις και να αποβλέπει στην δημιουργία ή
κατάργηση κανόνα δικαίου.
Το
δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών[43]
προβλέπεται στο ιταλικό και το ελβετικό Σύνταγμα. Το ιταλικό Σύνταγμα προβλέπει
την νομοθετική[44](καταργητική
συγκεκριμένα) και την συνταγματική δημοψηφισματική πρωτοβουλία πολιτών[45],
με πρωτοβουλία 500.000 πολιτών. Σύμφωνα με το ελβετικό Σύνταγμα οι
ομοσπονδιακοί νόμοι τίθενται σε δημοψήφισμα εφόσον το ζητήσουν 50.000 πολίτες,
ενώ με πρωτοβουλία 100.000 πολιτών τίθενται στην κρίση του ελβετικού εκλογικού
σώματος η αναθεώρηση του ελβετικού συντάγματος.
Το
2006 το ΠΑΣΟΚ υπέβαλε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, με την οποία μεταξύ
άλλων πρότεινε την συλλογική πρωτοβουλίαγια την υποβολή πρότασης προκήρυξης
δημοψηφίσματος στην Βουλή με συλλογή υπογραφών ενός μικρού ποσοστού του
εκλογικού σώματος, ανάλογου με το ποσοστό που προβλέπει ο εκλογικός νόμος για
την εκπροσώπηση ενός κόμματος στην Βουλή, ήτοι 3%.
Το
δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών αποτελεί πιθανότατα την λύση για
συνταγματικές τάξεις, όπως η ελληνική, όπου ο θεσμός του δημοψηφίσματος έχει
υποπέσει σε αχρησία και έχει καταστεί ανενεργός, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι
η σχετική πρωτοβουλία ανήκει σε όργανα που αποφεύγουν κατά κανόνα την
δημοψηφισματική διαδικασία.
ΣΤ. Το
δημοψήφισμα στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα
Ο
Έλληνας συντακτικός νομοθέτης επέλεξε να εισάγει στο Σύνταγμα του 1975[46]
τον αμεσοδημοκρατικό θεσμό του δημοψηφίσματος, προκαλώντας μια πολιτειακή
μεταβολή και προσδίδοντας στην ελληνική δημοκρατία τον μικτό της χαρακτήρα. Το
δημοψήφισμα, ως συνταγματικός θεσμός, προβλέπεται στο άρθρο 44 παρ. 2 του
Συντάγματος:
«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με
διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης
πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του
Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα
τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου
και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της
παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες
από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.»
1.
Γενικά
χαρακτηριστικά του ελληνικού δημοψηφίσματος
Το
δημοψήφισμα του άρθρου 44 παρ.2 είναι κυβερνητικό δημοψήφισμα. Το ελληνικό
δημοψήφισμα διακρίνεται σε ‘’εθνικό’’(πρώτο εδάφιο του άρθρου 44 παρ.2) και ‘’κοινωνικό’’
(δεύτερο εδάφιο του άρθρου 44 παρ.2). Είναι αποφασιστικό δημοψήφισμα κατά την
ορθότερη άποψη, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω. Είναι κυβερνητικό δημοψήφισμα
καθώς η πρωτοβουλία διεξαγωγής του ανήκει στην Κυβέρνηση (πρώτο εδάφιο του
άρθρου 44 παρ.2) και στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία (δεύτερο εδάφιο του άρθρου
44 παρ.2). Από την διατύπωση που επέλεξε ο συντακτικός νομοθέτης προκύπτει a contrario ότι το ελληνικό δημοψήφισμα
δεν μπορεί να αφορά τα stricto
sensu (καθώς
και τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα πάντα έχουν και πολιτικές προεκτάσεις) πολιτικά
ζητήματα, τα οποία παραμένουν αντικείμενο της συνήθους αρμοδιότητας της
νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος
υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από το ΑΕΔ κατ’ άρθρον 100 εδ.1β του Συντάγματος,
ενώ η πράξη προκήρυξης είναι κυβερνητική πράξη και δεν προσβάλλεται παραδεκτά με
αίτηση ακυρώσεως. Νομοθετικά η δημοψηφισματική διαδικασία του εθνικού
δημοψηφίσματος ρυθμίζεταο από τον νόμο 350/1976, ο οποίος μπορεί να εφαρμοστεί
αναλόγως και στο ‘’κοινωνικό’’ δημοψήφισμα.
Το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι πιθανό να θέσει ζήτημα λαϊκής νομιμοποίησης
της Κυβέρνησης, αναλόγως του αποτελέσματός του οδηγώντας σε πιθανή διάλυση της
Βουλής.
2.
Το
δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα (άρθρο 44 παρ.2 εδ.α’).
Πριν
την αναθεώρηση του 1986, το δημοψήφισμα αυτό ήταν προεδρικό. Η δημοψηφισματική
πρωτοβουλία ανήκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος την ασκούσε χωρίς
προσυπογραφή. Πλέον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δέσμια αρμοδιότητα για την
διεξαγωγή δημοψηφίσματος, εφόσον συγκεντρωθεί η απαιτούμενη-απόλυτη κατά την
συνταγματική ρύθμιση-κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ως εκ τούτου πλέον πρόκειται
για κυβερνητικό δημοψήφισμα.
Έντονη
συζήτηση έχει δημιουργηθεί στην θεωρία ως προς τον χαρακτηρισμό του
δημοψηφίσματος ως συμβουλευτικού ή αποφασιστικού (βλ.ππ’’Οι διακρίσεις του
δημοψηφίσματος’’). Κατά μία άποψη
πρόκειται για συμβουλευτικό δημοψήφισμα, με το επιχείρημα ότι αν ο συντακτικός
νομοθέτης ήθελε να θεσπίσει εξαίρεση ως προς το αντιπροσωπευτικό σύστημα θα το
διατύπωνε ρητά. Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, ορθότερη κατά την γνώμη μου, το
‘’εθνικό’’ δημοψήφισμα δεν αποτελεί απλή σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, αλλά υπόδειξη
του εκλογικού σώματος, νομοθετούντος, προς την Βουλή για την λήψη συγκεκριμένων
αποφάσεων επί κρίσιμου εθνικού ζητήματος. Πρόκειται συνεπώς για αποφασιστικό
δημοψήφισμα, το οποίο δεσμεύει το αντιπροσωπευτικό σώμα[47].
Ειδάλλως θα έχανε την αξία του ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας. Η λαϊκή ετυμηγορία
δεσμεύει την νομοθετική αλλά και την εκτελεστική εξουσία όπως προκύπτει από την
συστηματική εξέταση του άρθρου 82παρ.1 του Συντάγματος[48].
Το
αντικείμενο του δημοψηφίσματος του πρώτου εδαφίου του άρθρου 44παρ.2 του
Συντάγματος είναι συγκεκριμένο: κρίσιμο εθνικό θέμα. Το κρίσιμο εθνικό θέμα
αποτελεί μια αόριστη νομική έννοια, η οποία πρέπει να εξειδικευτεί. Εθνικό θέμα
μπορεί να είναι οποιοδήποτε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, εθνικής ασφάλειας,
σχέσεων και άμυνας και εν γένει πολιτκής της χώρας, είτε πρόκειται για
εσωτερικό ζήτημα της χώρας είτε για εξωτερικό.
Ο
όρος ‘’κρίσιμο’’ έχει έναν αξιολογικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου είναι δυσχερές
να προσδιοριστεί και να οριοθετηθεί. Πρέπει να εξακριβώνεται με αντικειμενικά
κριτήρια, λόγω της ευρύτητάς του. Εφόσον ένα εθνικό θέμα χαρακτηριστεί κρίσιμο
από την Βουλή ή την Κυβέρνηση, ώστε να απαιτεί την διεξαγωγή δημοψηφίσματος,
τότε η κρισιμότητά του καθίσταται αδιαμφισβήτητη. Το κρίσιμο προσδιορίζεται με
βάση τις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας. Ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δέσμια αρμοδιότητα να προκηρύξει το δημοψήφισμα
χωρίς να κρίνει αν όντως το υπό κρίση ζήτημα εμπίπτει στην συνταγματική
επιταγή, ήτοι πρόκειται για κρίσιμο εθνικό θέμα. Περιορίζεται στο να ελέγξει
πρόδηλες παραβιάσεις των συνταγματικών ρυθμίσεων.
Το
εθνικό δημοψήφισμα δεν εξαρτάται, όπως το κοινωνικό, από την ύπαρξη
προγενέστερης ή μέλλουσας νομοθετικής ρύθμισης του θέματος.
Διαδικασία
Για
την διενέργεια δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα, απαιτείται πρόταση του
υπουργικού συμβουλίου προς την Βουλή, η οποία πρέπει να αναφέρει το εθνικό θέμα,
την προθεσμία διενέργειας του δημοψηφίσματος και τα συγκεκριμένα ερωτήματα τα
οποία θα υποβληθούν στον λαό. Συνεπώς η πρωτοβουλία για έναρξη της όλης
δημοψηφισματικής διαδικασίας ανήκει αποκλειστικά στην Κυβέρνηση. Εν συνεχεία η
Βουλή συζητεί και λαμβάνει την απόφαση περί διενέργειας δημοψηφίσματος με την
απόλυτη πλειοψηφίατου του όλου αριθμού των βουλευτών. Η σχετική απόφαση
δημοσιεύεται εντός 10 ημερών με παραγγελία του Προέδρου της Δημοκρατίας στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν της αποφάσεως
τουλάχιστον της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, εκδίδει κατά δέσμια
αρμοδιότητά του προεδρικό διάταγμα προσυπογεγραμμένο από τον αρμόδιο Υπουργό
για την διενέργεια του δημοψηφίσματος. Η διαδικασία ρυθμίζεται λεπτομερώς από
το άρθρο 115 του Κανονισμού της Βουλής.
3.
Δημοψήφισμα
για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα (άρθρο44 παρ.2
εδ.β’)
Η
διάταξη προστέθηκε στην αναθεώρηση του 1986 και θεωρείται ανενεργός. Ζήτημα
εφαρμογής της τέθηκε το 2005, κατά την διαδικασία κύρωσης της Συνθήκης για την
θέπσπιση συντάγματος της Ευρώπης. Το ‘’κοινωνικό’’ δημοψήφισμα είναι στενότερο
από το ευρύτερο ‘’εθνικό’’ δημοψήφισμα, καθώς αντικείμενό του πρέπει να είναι
ψηφισμένο νομοσχέδιο. Είναι συνεπώς μη αυτοτελές δημοψήφισμα.
Είναι
αποφασιστικό δημοψήφισμα, δηλαδή παράγει δεσμευτική ισχύ. Το ζήτημα αυτό είναι
λιγότερο αμφισβητούμενο απ’ ό,τι στο ‘’εθνικό’’ δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα για
ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα εντάσσεται, ως μη
αυτοτελές δημοψήφισμα, στην νομοθετική διαδικασίαν και συνεπώς καταλήγει σε μια απόφαση του εκλογικού σώματος με ισχύ
νόμου. Είναι νομοθετικό δημοψήφισμα και όχι συνταγματικό κατά ρητή διατύπωση
του Συντάγματος.
Αντικείμενό
του είναι το ψηφισμένο νομοσχέδιο. Νομοσχέδιο είναι η πρόταση εκ μέρους της
Κυβέρνησης για ψήφιση νόμου, αντιδιαστελλόμενη από την πρόταση νόμου, η οποία
αποτελεί την νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους βουλευτών. Κατά μια άποψη,
ακολουθούσα την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 44 παρ.2, το ‘’κοινωνικό’’
δημοψήφισμα αφορά μόνο νομοσχέδια με την ως άνω τεχνική-νομική ορολογία.[49]Σύμφωνα
με την αντίθετη άποψη, η εν λόγω συνταγματική διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί
διασταλτικά, περιλαμβάνουσα τόσο τα νομοσχέδια, όσο και τις προτάσεις νόμου[50],
δεδομένης της τυπικής ισοδυναμίας των δύο αυτών μορφών νομοθετικής
πρωτοβουλίας. Το νομοσχέδιο τίθεται in globo στην κρίση του λαού και όχι
ως προς ορισμένα μόνο τμήματά του.
Ψηφισμένο
νομοσχέδιο σημαίνει ότι έχει μεν ολοκληρωθεί η διαδικασία συζήτησης και ψήφισης
στο Κοινοβούλιο,ωστόσο δεν έχει αακόμη εκδοθεί και δημοσιευθεί. Οπότε το κοινωνικό
δημοψήφισμα αποκτά συγκεκριμένη θέση εντός της νομοθετικής διαδικασίας.
Με
το ψηφισμένο νομοσχέδιο, το οποίο αποτελεί αντικείμενο του δημοψηφίσματος,
πρέπει να ρυθμίζεται ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα[51].
Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια, η οποία πρέπει να εξειδικεύτεαι με τα
εργαλεία της νομικής επιστήμης και με αντικειμενικά πάντα κριτήρια. Το σοβαρό
κοινωνικό ζήμτημα είναι ευρεία έννοια και περιλαμβάνει τον αξιολογικό
χαρακτηρισμό ‘’σοβαρό’’. Όπως προαναφέρθηκε και στο ‘’κρίσιμο εθνικό θέμα’’, είναι
όρος που εξειδικεύεται και συγκεκριμενοποιείται από το όργανο που έχει την
σχετική δημοψηφισματική πρωτοβουλία.
Το
δημοψήφισμα αφορά ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα,
εκτός από τα δημοσιονομικά. Τα δημοσιονομικά ζητήματα θα πρέπει να ερμηνευθούν
συσταλτικά, οριοθετούμενα από τα άρθρα 78-80 του Συντάγματος.
Μπορεί
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά από διενέργεια δημοψηφίσματος για για
ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα και την θετική
ετυμηγορία του εκλογικού σώματος, να αναπέμψει το νομοσχέδιο;
Θεωρώ ότι είναι ορθότερο να απαντήσουμε αρνητικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ratio της
συνταγματικής διάταξης καθώς και την εξέχουσα συνταγματικοπολιτική σημασία της.
Πρόκειται για άμεση έκφραση της λαϊκής γνώμης, για σημαντική και εξαιρετική
εκδήλωση της άμεσης δημοκρατίας εντός του αντιπροσωπευτικού συστήματος, η οποία
μπορεί και πρέπει να αποτελέσει εξαίρεση στο δικαίωμα αναπομπής του Προέδρου
της Δημοκρατίας. Αυτό επιβάλλει και η κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας στο άρθρο
52 του Συντάγματος.
Εάν
το ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα καταψηφιστεί από
το εκλογικό σώμα στην δημοψηφισματική διαδικασία, μπορεί η Βουλή να ψηφίσει στο
μέλλον νόμο για το ίδιο ζήτημα; Παρά την εισαγωγή του θεσμού
άμεσης δημοκρατίας-του δημοψηφίσματος- στο ελληνικό Σύνταγμα, το πολίτευμα δεν
χάνει τον αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα. Ως εκ τούτου θεωρώ ορθότερο να
δεχτούμε ότι η Βουλή δεν εμποδίζεται να ψηφίσει νόμο για το ίδιο κοινωνικό
ζήτημα εκ νέου χωρίς την περεμβολή δημοψηφίσματος. Είναι βεβαίως αναπόφευκτο το
πολιτκό κόστος μιας τοιαύτης επιλογής του αντιπροσωπευτικού σώματος, καθώς και
η συντάραξη της λαϊκής του νομιμοποίησης κατά την έκδοση του συγκεκριμένου
νόμου.
Διαδικασία
Για
την δημοψηφισματική διαδικασία του άρθρου 44παρ.2 εδ.β’ απαιτείται κατ’ αρχάς
ψηφισμένο νομοσχέδιο(ή πρόταση νόμου) που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Η
δημοψηφισματική πρωτοβουλία ανήκει στα 2/5 τουλάχιστον των Βουλευτών. Στην
συνέχεια απαιτείται απόφαση της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5
αυτής. Ο συντακτικός νομοθέτης απαιτεί μια ευρύτερη συμφωνία συμπολίτευσης και
αντιπολίτευσης ως προς την ανάγκη διεξαγωγής δημοψηφίσματος. Η απόφαση
καθορίζει το ψηφισμένο νομοσχέδιο, εν τη ευρεία κατά την κρατούσα ως άνω άποψη,
για το οποίο διεξάγεται το δημοψήφισμα, την προθεσμία διενέργειάς του και τα
σαφή ερωτήματα τα οποία θα περιλαμβάνει. Εν συνεχεία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
έχει δέσμια αρμοδιότητα να εκδόσει διάταγμα, με την προσυπογραφή του Προέδρου
της Βουλής κατά το άρθρο 35 παρ. 3 του Συντάγματος[52],
για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Μια
επιλέον διαδικαστική προϋπόθεση είναι η απαγόρευση διενέργειας πέραν των
δύο δημοψηφισμάτων για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό
ζήτημα εντός της ιδίας κοινοβουλευτικής περιόδου, καθιστώντας πρόδηλο τον
εξαιρετικό χαρακτήρα τον οποίο ήθελε να προσδώσει στην εν λόγω δημοψηφισματική
διαδικασία ο συντακτικός νομοθέτης.
4.
Το
Δημοψήφισμα στο Σύνταγμα του 1975 πριν την αναθεώρηση του 1986
Το
Σύνταγμα του 1975 προέβλεπε στο άρθρο 44παρ.2 «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
δύναται διά διατάγματος να προκηρύσσει την διεξαγωγήν δημοψηφίσματος επί
κρισίμων εθνικών θεμάτων». Επρόκειτο για προεδρικό δημοψήφισμα, καθώς η
πρωτοβουλία διεξαγωγής του ανήκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η αρμοδιότητα
μάλιστα αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας εξαιρείτο της υπουργικής
προσυπογραφής. Υπήρχε διχογνωμία ως προς τον χαρακτηρισμό αυτού του
δημοψηφίσματος ως αποφασιστικού ή συμβουλευτικού, με κρατούσα την άποψη περί του
συμβουλευτικού του χαρακτήρα. Με την αναθεώρηση του 1986 η δημοψηφισματική
πρωτοβουλία μεταφέρθηκε στην Κυβέρνηση και την Βουλή, ενώ προστέθηκε δεύτερο
εδάφιο στο άρθρο 44 παρ.2, το οποίο προβλέπει το δημοψήφισμα για ψηφισμένα
νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα.
5.
Το
δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974
Από
την ελληνική συνταγματική ιστορία κρίνω άξιο αναφοράς το δημοψήφισμα της 8ης
Δεκεμβρίου 1974, το οποίο αποτελεί και το τελευταίο δημοψήφισμα στην Ελλάδα έως
σήμερα. Μετά την απομάκρυνση της δικτατορίας το 1974, ορκίστηκε η κυβέρνηση
εθνικής ενότητας του Κ.Καρμανλή. Η Κυβέρνηση αυτή προέβη στην ρύθμιση
προσωρινώς με συντακτική πράξη του συνταγματικού καθεστώτως έως την κατάρτιση
νέου Συντάγματος. Η πράξη αυτή μεταξύ άλλων προέβλεπε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος
για τον καθορισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας εντός 15 ημερών από
την διενέργεια εκλογών Εθνικής Αντιπροσωπείας, το οποίο θα προκηρυσσόταν από
την διά τον εκλογών αναδεικνυόμενης Κυβέρνησης. Το δημοψήφισμα διενεργήθηκε την
8 Δεκεμβρίου 1974 με αντικείμενο τον καθορισμό του ελληνικού πολιτεύματος ως
βασιλευομένης ή αβασίλευτης δημοκρατίας. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος
διαμορφώθηκαν ως εξής: 69,18 % υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και 30,82 υπέρ
της βασιλευομένης δημοκρατίας. Το δημοψήφισμα αυτό είχε συντακτικό και
υποχρεωτικό χαρακτήρα. Στην ταραχώδη ελληνική συνταγματική ιστορία ίσως είναι
το μόνο δημοψήφισμα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητά του και οι
συνθήκες διεξαγωγής του.
Z. Γενική
Επισκόπηση
Όπως
θα εξετάσουμε αναλυτικά εν συνεχεία στην κριτική επισκόπηση των θεσμών άμεσης
δημοκρατίας, έχουν εκδηλωθεί ποικίλες αιτιάσεις κατ’ αυτών και ειδικότερα κατά
του δημοψηφίσματος. Στο δημοψήφισμα ο κάθε πολίτης απομονωμένος στο παραβάν του
αποφασίζει χωρίς να αποχωρίζεται την ιδιωτική του σφαίρα, ούτως ώστε το
δημοψηφισματικό αποτέλεσμα να αποτυπώνει ανορθολογικό άθροισμα επιμέρους
συμφερόντων και όχι το κοινό καλό. Δεν υπάρχει και είναι αδύνατον να υπάρξει ο
γόνιμος διάλογος μιας σύγχρονης Εκκλησίας του Δήμου. Ωστόσο η πλήρης
εγκατάλειψη του θεσμού του δημοψηφίσματος και η θέση του σε αχρησία, όπως
συμβαίνει στην ελληνική έννομη τάξη, αποτελούν το άλλο άκρο και απαξίωση των
επιλογών του συντακτικού νομοθέτη. Άλλωστε το ως άνω παράδειγμα εκ της
ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, καθιστά πρόδηλο το γεγονός ότι υπό τις
πρέπουσες συνθήκες και με τις απαραίτητες εγγυήσεις το δημοψήφισμα δύναται να
λειτουργήσει ως γνήσιος θεσμός άμεσης δημοκρατίας και να εκπληρώσει τους
σκοπούς του.
ΙV. Ανάκληση[53]
Α.
Έννοια
Ανάκληση
είναι η με πρωτοβουλία ορισμένου αριθμού πολιτών διενέργεια διαδικασίας για την
αφαίρεση της εξουσίας, η οποία έχει παρασχεθεί σε πρόσωπα, όπως βουλευτές ή
μέλη της κυβέρνησης.
Η
προέλευση του θεσμού της ανάκλησης έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Αθήνα, όπως
και όλοι οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί. Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία κάθε
πολίτης μπορούσε να διώξει δικαστικώς έναν άρχοντα ενώπιον της Βουλής με την εισαγγελία μη χρήσθαι τοις νόμοις. Η
Βουλή μπορούσε να παραπέμψει τον άρχοντα στην Ηλιαία. Επιπροσθέτως, με την διαδικασία
της επιχειροτονίας, κατά την διάρκεια
κάθε πρυτανείας οι άρχοντες υπόκεινταν στην κρίση της λαϊκής συνέλευσης[54].
Η
ανάκληση διακρίνεται από τους δύο ως άνω εξετασθέντες θεσμούς άμεσης
δημοκρατίας, καθώς δεν παρέχει νομοθετική εξουσία στον λαό αλλά αποτελεί μέσο
ελέγχου προσώπων ασκούντων εξουσία.
Έχει
συνεπώς έντονο προσωπικό χαρακτήρα και για τον λόγο αυτό ομοιάζει ιδιαιτέρως με
τις εκλογές. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελεί την αρνητική όψη της εκλογικής
διαδικασίας. Το ίδιο εκλογικό σώμα το οποίο παρέσχε την λαϊκή εντολή στην
κυβέρνηση, είναι λογικό επόμενο να έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει αυτήν την
εντολή. Συνεπώς η ανάκληση καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο αυτού των εκλογών.
Δεν αναδεικνύει πρόσωπα, αλλά τους αφαιρεί την ήδη παρεχόμενη εντολή και λήγει
την θητεία του αξιώματός τους.
Η
ανάκληση έχει κυρωτικό χαρακτήρα. Αποτελεί μέσο κύρωσης κυβερνώντων που δεν
άσκησαν την παρεχόμενη εξουσία τους κατά τη λαϊκή βούληση. Έχει επιπλέον
ελεγκτικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί μέσο ελέγχου από τον λαό προς τους
ασκούντες εξουσία.
Συνήθως
η ανάκληση δεν είναι ελεύθερη αλλά προβλέπεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις,
παραδείγματος χάριν για ορισμένες παραβάσεις. Αποτελεί λίαν δημοκρατικό και
προοδευτικό θεσμό, καθώς επεκτείνει το πολιτικό κόστος των επιλογών των
κυβερνώντων σε διακινδύνευση του αξιώματός τους στις περιπτώσεις που η δράση
τους συνεπάγεται συγκεκριμένες παραβάσεις ή δεν ανταποκρίνεται στην λαϊκή
βούληση. Συνεπώς ο θεσμός της ανάκλησης αποτελεί επέκταση και συνέπεια της
πολιτικής ευθύνης των ασκούντων εξουσία[55]
Η
ανάκληση δεν είναι διαδεδομένος θεσμός και συναντάται σε μικρό αριθμό
συνταγματικών κειμένων.
Για
την ενεργοποίηση του θεσμού της ανάκλησης απαιτείται η πρωτοβουλία
συγκεκριμένου αριθμού πολιτών. Για τον λόγο αυτό η ανάκληση ομοιάζει ως προς το
εναρκτήριο στάδιό της τουλάχιστον, με την νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών. Επιπλέον
συχνά αποκτά έντονο δημοψηφισματικό χαρακτήρα όταν συνδέεται με πολιτικές
επιλογές και συγκεκριμένες πρακτικές του υπό ανάκληση αξιωματούχου, οπότε εκτός
από προσωπικό έχει και ψίγματα ουσιαστικού χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα συνταγματικής πρόβλεψης της ανάκλησης αποτελεί το Σύνταγμα της
Καλιφόρνιας. Το 1911 με την αναθεώρηση του Συντάγματος της Καλιφόρνιας από τον
κυβερνήτη Hiram
Johnson, εισήχθη
ο θεσμός της ανάκλησης φορέων εξουσίας[56],
ο οποίος σήμερα προβλέπεται στο άρθρο 2 sections 13-15[57].
Πρόσφατο
παράδειγμα άσκησης και διεξαγωγής του θεσμού της ανάκλησης στην πολιτεία της
Καλιφόρνια αποτελεί η κυβερνητική ανάκληση μέσω εκλογών το 2003 του τότε
Κυβερνήτη Γκρέι Ντέιβις και η αντικατάστασή του με τον Άρνολντ Σβαρτσενένγκερ.
Διαδικασίες ανάκλησης είχαν διενεργηθεί 117 φορές ήδη στην Πολιτεία της Καλιφόρνια
επί της θητείας άλλων Κυβερνητών, όμως είχαν αποτύχει[58].
Η ανάκληση του Γκρέι Ντέιβις ήταν αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και της ‘’electricity crisis’’ στις αρχές του αιώνα, οπότε πολλοί
πολίτες έλαβαν λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος τρεις φορές πιο αυξημένους από
το σύνηθες και αποδόθηκαν ευθύνες στον τότε Κυβερνήτη. Για την διενέργεια της
ανάκλησης απαιτείται σύμφωνα με το σύνταγμα της Καλιφόρνια η συγκέντρωση
υπογραφών του 12% των εκλογέων (βλ.υποσ.57), ήτοι με τα τότε δημογραφικά
δεδομένα της Πολιτείας 897.156 υπογραφές. Εντέλει συγκεντρώθηκαν 1.660.245
υπογραφές. Οι ανακλητικές εκλογές έλαβαν χώρα στις 7 Οκτωβρίου 2007. Αποτέλεσμα
της διαδικασίας ήταν η ανάκληση του Κυβερνήτη Γκρέις Ντέιβις και η ανάδειξη στο
κυβερνητικό αξίωμα του ρεμπουμπλικανού Άρνολντ Σβαρτσενένγκερ. Ήταν η δεύτερη
περίπτωση επιτυχούς διαδικασίας ανάκλησης στην συνταγματική ιστορία των ΗΠΑ[59].
Β. Διακρίσεις
Η
ανάκληση διακρίνεται σε κοινοβουλευτική και κυβερνητική με κριτήριο το
αντικείμενο της διαδικασίας ανάκλησης. Με την κυβερνητική ανάκληση το εκλογικό
σώμα αποφασίζει την λήξη της θητείας μελών της κυβέρνησης. Με την
κοινοβουλευτική ανάκληση το εκλογικό σώμα ανακαλεί από το αξίωμά τους βουλευτές
Μορφή
κοινοβουλευτικής ανάκλησης είναι το δημοψήφισμα με το οποίο τίθεται το ζήτημα
διάλυσης της Βουλής, καθώς καταλήγει σε λήξη της θητείας των μελών του
αντιπροσωπευτικού σώματος[60].
Γ. Αξιολόγηση
του θεσμού
Η
ανάκληση δεν είναι διαδεδομένος θεσμός άμεσης δημοκρατίας, λόγω του
προοδευτικού χαρακτήρα της. Ωστόσο αποτελεί κατά την άποψή μου λογικό και
απαραίτητο συμπλήρωμα της εκλογικής διαδικασίας. Ο λαός στο αντιπροσωπευτικό
σύστημα είναι ο μόνος αρμόδιος διά την εκλογή των αντιπροσώπων αυτού. Η έννομη
τάξη οφείλει να του παράσχει και την αρνητική όψη αυτής της εξουσίας, ήτοι το
δικαίωμα να ανακαλέσει τους εκλεχθέντες αξιωματούχους όταν αυτοί δεν υπήρξαν
συνεπείς στις πολιτικές δεσμέυσεις τους ή έτι περισσότερο όταν παραβίασαν τα
καθήκοντά τους. Το πολιτικό κόστος και η πιθανή καταψήφιση εκ μέρους του λαού
σε επόμενη εκλογική διαδικασία, δεν είναι κατ’ εμέ επαρκή εχέγγυα για την
διασφάλιση της λαϊκής βούλησης. Ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτκής(αλλά και οικονομικής)
κρίσης είναι απαραίτητο οι κατέχοντες τα αξιώματα να δρουν υπό τον πιθανό
έλεγχο του ίδιου οργάνου που τους ανέδειξε, του λαού.
V. Νομοθετική
πρωτοβουλία πολιτών
A. Έννοια
Νομοθετική
πρωτοβουλία πολιτών[61]
είναι ο θεσμός με τον οποίο ένα τμήμα του λαού ή ένας μόνο πολίτης, ενεργούντες
ως νομοθετικό όργανο του κράτους, έχουν το δικαίωμα υποβολής πρότασης για
δημιουργία, τροποποίηση ή κατάργηση κανόνων δικαίου.
Ο
θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως και όλοι οι θεσμοί άμεσης
δημοκρατίας, γεννήθηκε στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατική έννομη τάξη. Την
ενδεκάττη ημέρα κάθε πρυτανείας ελάμβανε χώρα η επιχειροτονία των νόμων, αποφασιζόταν δηλαδή στην λαϊκή συνέλευση
κατά πόσον ήταν σκόπιμη η τροποποίηση των κείμενων νόμων. Εφόσον κρινόταν όντως
σκόπιμη, κάθε πολίτης μεμονωμένα είχε το δικαίωμα να προτείνει νόμους,
σχετικούς με την νομοθεσία που είχε διαπιστωθεί ότι απαιτούσε μεταρρυθμίσεις,
και να τους θέσει στην κρίση της Εκκλησίας του δήμου.
Στην
σύγχρονη ιστορία, ο θεσμός πρωτοεμφανίστηκε στην Ελβετία το 1707. Ο Fatio, οπαδός των αρχαίων ελβετικών
ελευθεριών, πρότεινε την παραχώρηση δικαιώματος πρότασης νόμων σε ομάδα 50
πολιτών. Η ιδέα αυτή θεσμοθετήθηκε πολλά έτη αργότερα, στο άρθρο 113 του
Ελβετικού Συντάγματος του 1848, το οποίο προέβλεπε μερική αναθεώρηση του
Συντάγματος με πρόταση 50.000 ελβετών πολιτών. Η λαϊκή πρωτοβουλία προς θέσπιση
νόμων εισήχθη στο καντόνι Vaud
και
επεκτάθηκε και στα λοιπά καντόνια σταδιακά.
B. Διακρίσεις
1. Κονοβουλευτική-Δημοψηφισματική-Μικτή
Η
εν λόγω διάκριση γίνεται με κριτήριο το όργανο στο οποίο απευθύνεται η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών. Η κοινοβουλευτική νομοθετική πρωτοβουλία
πολιτών απευθύνεται στο Κοινοβούλιο, εντασσόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο στην
συνήθη κοινοβουλευτική νομοθετική διαδικασία[62].
Η δημοψηφισματική νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών (ή δημοψήφισμα με πρωτοβουλία
πολιτών) απευθύνεται στο εκλογικό σώμα. Ο λαός τοιουτοτρόπως κυριαρχεί σε όλα
τα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας. Αυτός ο συνδυασμός δημοψηφίσματος και
λαϊκής πρωτοβουλίας αποτελεί την κορωνίδα των θεσμών άμεσης δημοκρατίας και την
τελειότερη μορφή δημοψηφίσματος, εξετάστηκε δε στο κεφάλαιο περί του
Δημοψηφίσματος[63]. Στο
παρών κεφάλαιο εξετάζεται μόνον η κοινοβουλευτική νομοθετική πρωτοβουλία
πολιτών. Μικτή είναι η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, η οποία προβλέπεται κατ’
αρχήν ως κοινοβουλευτική, σε περίπτωση όμως που απορριφθεί από το Κοινοβούλιο
τρέπεται σε δημοψηφισματική[64].
Ratio αυτού
του θεσμού είναι η αποφυγή περιττής διεξαγωγής της πιο χρονοβόρας και
κοστοβόρας δημοψηφισματικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα ο λαός καλείται σε έναν
‘’δεύτερο βαθμό’’, εφόσον η λαίκή πρωτοβουλία απορριφθεί, να κρίνει επ’ αυτής.
2. Εν στενή εννοία-Εν ευρεία εννοία
Η
λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία εν στενή εννοία περιλαμβάνει μόνο την
κοινοβουλευτική νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, ενώ η ευρεία έννοια του όρου
περιλαμβάνει τόσο την κοινοβουλευτική όσο και την δημοψηφισματική λαϊκή
πρωτοβουλία.
3. Δημιουργική-Τροποποιητική-Καταργητική
Η
δημιουργική νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών σκοπεί στην δημιουργία κανόνα δικαίου.
Η τροποποιητική σκοπεί στην τροποποίηση ήδη υπάρχοντος κανόνα δικαίου, ενώ η
καταργητική αποβλέπει στην κατάργηση κανόνα δικαίου[65].
4. Συνταγματική-Γνήσια
Νομοθετική
Κριτήριο
της συγκεκριμένης διάκρισης είναι το είδος των κανόνων που παράγονται μέσω της
νομοθετική πρωτοβουλίας πολιτών. Με την συνταγματικη πρωτοβουλία πολιτών
παράγονται, τροποιούνται ή καταργούνται κανόνες συνταγματικού δικαίου.
Περαιτέρω η συνταγματική λαϊκή πρωτοβουλία διακρίνεται σε ολική και μερική,
αναλόγως του αν σκοπείται ολική ή μερική αναθεώρηση του Συντάγματος. Με την
γνήσια νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών παράγονται, τροποιούνται ή καργούνται
κανόνες του κοινού δικαίου.
5. Ατομική-Συλλογική[66]
Η
εν λόγω διάκριση γίνεται με κριτήριο το υποκείμενο της πρωτοβουλίας. Εφόσον τη
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών έχει δικαίωμα να ασκήσει ένας μόνον πολίτης,
πρόκειται για ατομική. Η ατομική νομοθετική πρωτοβουλία ίσχυε στην Αρχαία
Αθήνα. Συλλογική νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών είναι αυτή η οποία ασκείται από
ορισμένο αριθμό πολιτών.
Γ. Κοινοβουλευτική νομοθετική
πρωτοβουλία πολιτών
Αποτελεί
θεσμό άμεσης δημοκρατίας, παρέχοντας στον λαό το δικαίωμα να συμμετάσχει στην
νομοθετική διαδικασία κατά το πρώτο στάδιό της, ήτοι αυτό της νομοθετικής
πρωτοβουλίας. Γενικά, νομοθετική πρωτοβουλία είναι το δικαίωμα το οποίο παρέχει
το Σύνταγμα σε ένα θεσμικό όργανο να εκκινεί την νομοθετική διαδικασία
υποβάλλοντας πρόταση για θέσπιση, κατάργηση ή τροποποίηση κανόνων δικαίου. Η
νομοθετική πρωτοβουλία διακρίνεται σε λαϊκή, κοινοβουλευτική και κυβερνητική,
αναλόγως με το όργανο στο οποίο ανήκει. Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, όπως
ορίζεται στο άρθρο 73 παρ. 1 «Το δικαίωμα πρότασης νόμων ανήκει στην Βουλή και
την Κυβέρνηση»[67].
Η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών δεν απονέμει στον λαό το σύνολο της νομοθετικής
εξουσίας καθώς η συζήτηση και ψήφιση της πρότασης νόμου ανήκει εν συνεχεία στο
αντιπροσωπευτικό σώμα, πλην της περίπτωσης της δημοψηφισματικής νομοθετικής
πρωτοβουλίας πολιτών.
Η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών πρέπει να διακρίνεται από το δικαίωμα του
αναφέρεσθαι στην Βουλή (droit
de petition)[68].
Δικαίωμα του αναφέρεσθαι είναι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε
πολίτη να ζητήσει δι’ αναφοράς από την Βουλή να επιληφθεί συγκεκριμένου θέματος.
Το δικαίωμα αυτό αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης.
Εξωτερικά ομοιάζει με την νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών , διαφέρουν ωστόσο ως
προς τις έννομες συνέπειές τους. Η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία σκοπεί στην
ενεργοποίηση της νομοθετικής διαδικασίας, ενώ το δικαίωμα του αναφέρεσθαι σκοπεί στην απλή
ηθική πίεση του αντιπροσωπευτικού σώματος και δεν παράγει νομική υποχρέωση του
τελευταίου προς ενέργεια.
Στην
σύγχρονη μορφή της η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία δεν ασκείται από κάθε πολίτη
μεμονωμένα αλλά απαιτεί την συγκέντρωση ενός ελάχιστου αριθμού πολιτών[69].
Το εκλογικό σώμα έχει το δικαίωμα να ενεργοποιήσει την νομοθετική διαδικασία.
Πλην του αρχικού σταδίου, της νομοθετικής πρωτοβουλίας, η οποία ασκείται, κατά
παρέκκλιση του αμιγώς αντιπροσωπευτικού συστήματος, από τον λαό, η λοιπή
νομοθετική διαδικασία διεξάγεται κανονικά εντός του Κοινοβουλίου. Εφόσον
συγκεντρωθούν οι απαραίτητες υπογραφές του απαιτούμενου αριθμού πολιτών η
σχετική πρόταση κατατίθεται στην Βουλή για να συζητηθεί, και να ψηφιστεί από
τους αντιπροσώπους του λαού. Η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών συμβιώνει με την
κυβερνητική ή βουλευτική πρωτοβουλία. Στην ουσία το εκλογικό σώμα και η Βουλή
καλούνται να συμπράξουν και να συνεργαστούν με σκοπό την παραγωγή κανόνων
δικαίου.
Η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών μπορεί να ενεργοποιεί την κοινοβουλευτική
νομοθετική διαδικασία για την δημιουργία νόμου, του οποίου οι πολίτες θέτουν
απλά τις γενικές αρχές[70].
Παραδείγματος χάριν η ομάδα πολιτών που λαμβάνει την πρωτοβουλία ζητεί ψήφιση
νόμου με αντικείμενο την κοινωνική ασφάλιση λόγω γήρατος. Είναι δυνατόν όμως η
πρόταση νόμου των πολιτών να περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου,
διαμορφωμένου σε άρθρα και παραγράφους. Συνήθως στην περίπτωση αυτή προβλέπεται
μικτή νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, οπότε εάν η Βουλή το απορρίψει, η θέση
του σε ισχύ τίθεται στην κρίση του λαού μέσω δημοψηφίσματος. Ενδεικτικά το
αυστριακό Σύνταγμα προβλέπει την κατάθεση εκ μέρους των πολιτών, οι οποίοι
λαμβάνουν την σχετική πρωτοβουλία, ολοκληρωμένου νομοσχεδίου, ούτως και τα
γερμανικά Συντάγματα των ομόσπονδων κρατών (π.χ. της Βάδης-Βυρτεμβέργης).
Η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών είναι θεσμός πρόσφορος να αντιμετωπίσει
καταστάσεις «οκνηρών» κοινοβουλίων[71],
προσφέροντας στο εκλογικό σώμα την δυνατότητα ενεργοποίησης της νομοπαραγωγικής
μηχανής. Επιπροσθέτως, είναι θεσμός ικανός να αποτυπώσει τις τάσεις που
επικρατούν στην λαϊκή βούληση καθώς και τα θέματα τα οποία απαιτούν ρύθμιση με
βάση την volonté général.
Η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του
δημοψηφίσματος, καθότι δίνει την δυνατότητα στον λαό να εξαναγκάσει το
νομοθετικό όργανο του κράτους να νομοθετήσει επί ζητημάτων που τον αφορούν. Στο
δημοψήφισμα το εκλογικό σώμα αναμιγνύεται στην νομοθετική διαδικασία
εκφράζοντας την γνώμη του επί ήδη καταρτισμένους εκ του Κοινοβουλίου κανόνων
δικαίου. Αντιθέτως στην λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το εκλογικό σώμα έχει το
δικαίωμα να επιλέξει ποια ζητήματα είναι αυτά που απαιτούν νομοθετική ρύθμιση
και ποια βούλεται να είναι η ρύθμιση αυτή.
Είναι
απαραίτητο να επισημανθεί ότι ο θεσμός της κοινοβουλευτικής νομοθετικής
πρωτοβουλίας πολιτών είναι πιθανό να καταστεί ατελέσφρορος, εφόσον το
αντιπροσωπευτικό σώμα δύνανται να απορρίπτει τις σχετικές λαϊκές πρωτοβουλίες.
Είναι, συνεπώς, απαραίτητο ο θεσμός να συνοδεύεται από τις απαραίτητες
δικλείδες ασφαλείας(π.χ. βλ. μικτή νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών σε γερμανικά
συντάγματα ομόσπονδων κρατών) ώστε να καθίσταται αποτελεσματικός.
Δ. Βασικά
χαρακτηριστικά
Βασικό
χαρακτηριστικό του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι ο άμεσος
χαρακτήρας του, καθώς παρέχει στον λαό την εξουσία να συμμετάσχει άμεσα, και
όχι διά των αντιπροσώπων του, στην νομοθετική διαδικασία και να ρυθμίσει θέματα
που τον αφορούν. Ωστόσο λόγω της παρεμβολής του αντιπροσωπευτικού σώματος στην
διαδικασία, ο θεσμός αυτός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ημιάμεσος» και όχι
γνησίως άμεσος[72].
Η
νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών έχει εισηγητικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί το
αρχικό και κινητήριο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας. Εφόσον πρόκειται για
κοινοβουλευτική και όχι για δημοψηφισματική λαϊκή πρωτοβουλία, αποφασιστικό
ρόλο στην παραγωγή των κανόνων δικαίου εξακολουθεί να έχει το κανονικό
νομοθετικό όργανο, ήτοι η Βουλή.
E. Πρωτοβουλία
πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η
Συνθήκη της Λισαβόνας επέφερε ουσιώδεις αλλαγές στο σύστημα του ευρωπαϊκού
δικαίου. Υιοθετώντας σχετική διάταξη της Συνταγματικής Συνθήκης, η Συνθήκη της
Λισαβόνας εισήγαγε στο ευρωπαϊκό δίκαιο έναν θεσμό άμεσης δημοκρατίας, την
πρωτοβουλία των πολιτών. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 «Πολίτες της Ένωσης, εφόσον συγκεντρωθεί αριθμός τουλάχιστον ενός
εκατομμυρίου, υπήκοοι σημαντικού αριθμού κρατών μελών, μπορούν να λαμβάνουν την
πρωτοβουλία να καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της,
να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι εν λόγω πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης
για την εφαρμογή των Συνθηκών». Η διάταξη αυτή παρέχει στους Ευρωπαίους
πολίτες το δικαίωμα να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία και να καλούν την Επιτροπή
να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις στο πλάισιο των αρμοδιοτήτων της επί ζητημάτων
τα οποία οι εν λόγω πολίτες κρίνουν ότι πρέπει να ρυθμιστούν με νομοθετική
πράξη. Ο θεσμός αυτός αποτελεί μια μορφή λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας,
συγκεντρώνοντας όλα τα στοιχεία αυτής, εντός της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Προβλέπει ελάχιστο αριθμό πολιτών, ο οποίος απαιτείται για την άσκηση της
πρωτοβουλίας, η πρωτοβουλία αποβλέπει στην παραγωγή κανόνων (ευρωπαϊκού)
δικαίου και απευθύνεται στην Επιτροπή, το όργανο αυτό της ευρωπαϊκής ένωσης που
αποτελεί τον φύλακας των συνθηκών και ασκεί την νομοθετική πρωτοβουλία. Ο εν
λόγω θεσμός ανάγει τους ευρωπαίους πολίτες σε όργανα της νομοθετικής εξουσίας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
VI. Κριτική
Επισκόπηση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας-Συμπεράσματα
Στην
συνταγματική θεωρία έχουν διαμορφωθεί ποικίλες απόψεις ως προς την χρησιμότητα
και αποτελεσματικότητα των θεσμών άμεσης δημοκρατίας, με προβολή θετικών και
αρνητικών επιχειρημάτων.
Υποστηρίζεται,
για παράδειγμα, ότι δεν προηγείται ουσιώδης διάλογος πριν την δημοψηφισματική
διαδικασία. Ωστόσο, δε πρέπει να λησμονάμε την σημασία των μέσων μαζικής
ενημέρωσης, όταν βέβαια δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα και διατηρούν
την ουδετερότητά τους, και τον δημόσιο διάλογο τον οποίο δύνανται να
προσφέρουν. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται κριτική ικανότητα και προσωπική
περίσκεψη του πολίτη. Επίσης υποστηρίζεται ότι η συχνή προσφυγή σε
δημοψηφίσματα, είναι δυνατόν να καταπονήσει τον λαό και να οδηγήσει σε
αδιαφορία για τα κοινά. Είναι δι’ αυτόν τον λόγο απαραίτητο να γίνεται
λελογισμένη χρήση του θεσμού.
Οι
πολέμιοι των θεσμών άμεσης δημοκρατίας υποστηρίζουν ότι για την ενάσκηση
νομοθετικών αρμοδιοτήτων απαιτούνται τεχνικές αυξημένες γνώσεις, τις οποίες ο
λαός δεν έχει. Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα του αντιπροσωπευτισμού, ο λαός
είναι ανίκανος να αυτοκυβερνηθεί και η εξουσία παρέχεται σε αυτούς που είναι
ικανοί να τον αντιπροσωπεύσουν. Στην σύγχρονη εποχή, εντούτοις, το επιχείρημα
αυτό καθίσταται σαθρό. Είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι λόγω των γοργών ρυθμών
προόδου σε όλους τους τομείς, τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα
κοινοβούλια είναι έτι περιπλοκότερα, από τα ζητήματα που αντιμετώπιζε
παραδείγματος χάριν η Εκκλησία του Δήμου. Είναι λίαν δυσχερές για τον μέσο
πολίτη, ακόμη και για τον ευσυνείδητο και ενεργό πολίτη, να είναι ενήμερος
διαρκώς περί των ζητημάτων που τον αφορούν και να έχει τις κατάλληλες γνώσεις.
Ο λαός, λέγεται, είναι επιρρεπής στην δημαγωγία. Πράγματι οι θεσμοί άμεσης
δημοκρατίας για να λειτουργήσουν ορθά απαιτούν ένα εκλογικό σώμα με υψηλής
στάθμης πολιτική αγωγή. Ωστόσο, η
διάδοση της παιδείας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και η καθολικότητα της ψήφου
έχει ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού[73].
Πλεόν δεν μπορούμε να μιλάμε για λαό ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί. Επιπλέον η
ταχύτητα της πληροφορίας, με τα εξελιγμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συντελεί
στην διάδοση και επέκταση της γνώσης. Άλλωστε δεν είναι όλοι οι Βουλευτές νομικοί,
ούτε δύναται να κυβερνούν αποκλειστικά και μόνον οι επαΐοντες, διότι τότε θα
μιλάγαμε για ελιτισμό και όχι για δημοκρατία. Τα δε ζητήματα επί των οποίων
καλείται ο λαός να ‘’νομοθετήσει’’ δεν είναι ως επί το πλείστον εξειδικευμένα
ζητήματα τα οποία αφορούν συγκεκριμένους τεχνικούς τομείς, αλλά κυρίως θέματα
ευρείας απήχησης, που αφορούν το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Επιπροσθέτως
μπορούν να θεσμοθετηθούν τα απαραίτητα εχέγγυα ώστε παρά την χρήση θεσμών
άμεσης δημοκρατίας να ρυθμίζονται ικανοποιητικά τεχνικά λεπτομερειακά ζητήματα.
Για παράδειγμα στον θεσμό της νομοθετικής πρωτοβουλίας πολιτών, η πρόταση νόμου
του λαού εισάγεται προς συζήτηση και επεξεργάζεται από το κοινοβούλιο.
Είναι
βέβαιο ότι η νομοθετική ικανότητα του λαού δεν είναι απέραντη. Είναι λοιπόν
λογικό και επιθυμητό να τίθενται όρια στην νομοθετική του αρμοδιότητα, όπως
π.χ. οι περιορισμοί του ελληνικού Συντάγματος ως προς τα ζητήματα τα οποία
μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος.
Οι
θεσμοί άμεσης δημοκρατίας αποτελούν ίσως το αντίδοτο σε περιόδους κρίσης των
θεσμών και γενικότερου κοινωνικοπολιτικού τέλματος[74],
καθώς και το αντιστάθμισμα στην παντοδυναμία του Κοινοβουλίου. Είναι ένα μέσο
ελέγχου του αντιπροσωπευτικού σώματος. Ο λαός άπαξ και παράσχει την εντολή την
ημέρα των εκλογών, δε σημαίνει ότι πρέπει να απωλέσει την δυνατότητα να
λαμβάνει πρωτοβουλίες και να ρυθμίζει θέματα που τον αφορούν, όταν οι
αντιπρόσωποι αυτού δεν μεριμνούν επ’ αυτών και αδρανούν.
Είναι
βέβαιο ότι δεν πρέπει να δείχνουμε αμέριστη εμπιστοσύνη στους θεσμούς άμεσης
δημοκρατίας και στην αποτύπωση της κοινής γνώμης δι’ αυτών. Η δημαγωγία, τα
κομματικά και πολιτικά πάθη, τα ίδια συμφέροντα είναι δυνατόν να βλάψουν την
ανεπηρέαστη και γνήσια έκφραση της volonté général.
Οι
αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί αποτελούν πιθανή διέξοδο από την κρίση του
αντιπροσωπευτικού συστήματος, λύση στην διαφθορά της κομματικής δημοκρατίας. Ο
λαός αποτελών την πηγή της εξουσίας, έχει την δυνατότητα να ανάγεται σε φορέα
άσκησής της, συμπληρώνοντας την δράση των κατεχόντων αυτήν. Είναι, ωστόσο,
βέβαιο ότι οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας δεν είναι πανάκεια[75].
Απαιτείται εξορθολογισμός του όλου αντιπροσωπευτικού συστήματος για την έξοδο
από την κρίση που βιώνουν τα σύγχρονα πολιτεύματα. Δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε
ότι μόνη η εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας στο Σύνταγμα θα αποτελέσει
αφ’εαυτής την λύση στα σύγχρονα θεσμικά προβλήματα. Είναι απαραίτητο να
τυγχάνουν του δέοντος σεβασμού και να ενεργοποιούνται όταν αυτό κρίνεται
αναγκαίο.
Στην
ελληνική πραγματικότητα επί παραδείγματι, ο θεσμός του δημοψηφίσματος κατέχει
αξία μονο θεωρητική και κοσμεί απλώς το ελληνικό σύνταγμα προσδίδοντάς του
τυπικά και μόνον τον χαρακτήρα της μικτής δημοκρατίας. Πράγματι ο θεσμός του
δημοψηφίσματος έχει υποπέσει σε πλήρη αχρησία. Στην κρίση, οικονομική,
κοινωνική και πολιτική, την οποία διανύει η Ελλάδα η ενεργοποίηση του θεσμού
του δημοψηφίσματος, καθώς και η εισαγωγή και των ετέρων αμεσοδημοκρατικών
θεσμών κρίνεται απαραίτητη. Ιδιαιτέρως ο θεσμός του δημοψηφίσματος με
πρωτοβουλία πολιτών, κρίνεται αναγκαίος σε ένα κράτος του οποίου οι πολίτες
έχουν απαξιώσει πλήρως τα θεσμικά όργανα που ασκούν την εξουσία. Άλλωστε η
σύγχρονη τεχνολογία, ιδιαιτέρως η εξάπλωση του διαδικτύου, ευνοεί την εισροή
στοιχείων άμεσης δημοκρατίας στα σύγχρονα πολιτεύματα. Ο λαός μπορεί
ευχερέστερα να ενημερώνεται, να επικοινωνεί, να οργανώνεται και να δρα ως
ενιαίο σύνολο.
Καταλήγοντας,
οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας είναι το επιστέγασμα της δημοκρατίας. Τα
πολιτεύματα οφείλουν να εξελίσσονται και εκ της φύσεώς τους εξελίσσονται. Τα
θεμέλια του αντιπροσωπευτικού συστήματος σείονται, καθώς οι συνθήκες γένεσης
και ανάπτυξής του εκλείπουν. Σίγουρα δεν μπορούμε να ανασυνθέσουμε την Εκκλησία
του Δήμου, μπορούμε όμως να συνθέσουμε θεσμούς εμπνεόμενους από τις αρχές της
άμεσης δημοκρατίας
Βιβλιογραφία
Ελληνική
v Νικόλαος
Σαρίπολος ‘’Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον Α’ ‘’, Αντ. Ν . Σάκκουλας 1987
v Ανδρέας
Δημητρόπουλος ‘’Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου’’, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη
2011
v Ο
ίδιος ‘’Το Δημοψήφισμα, ο ρόλος και η σημασία του θεσμού στη σύγχρονη
Δημοκρατία’’, Αντ.Ν.Σάκκουλας 1997
v Ο
ίδιος ‘’Η δομή και η λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας’’, Γ. Τσιβεριώτης
1977
v Διονύσιος
Μαντζουλίνος ‘’Οι θεσμοί της λαϊκής νομοθεσίας εν τη δημοκρατία’’, «Ελλάς» 1934
v Ευάγγελος
Βενιζέλος ‘’Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου’’, Αντ.Ν.Σάκκουλας 2008
v Κώστας
Μαυριάς ‘’Συνταγματικό Δίκαιο’’, Αντ.Ν Σάκκουλας 2005
v Αλέξανδρος
Σβώλος ‘’Το νέον σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος’’, Πυρσός 1928
v Αθανάσιος
Ράϊκος ‘’Συνταγματικό Δίκαιο, Τεύχος Α’ ‘’, Αθήνα-Κομοτηνή Αντ.Ν Σάκκουλας 1990
v Θεοδώρα
Αντωνίου ‘’ Στοιχεία
άμεσης δημοκρατίας στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975’’, Αντ.Ν Σάκκουλας 1988
v Ευάγγελος
Βολουδάκης ‘’ Ο θεσμός του δημοψηφίσματος μετά την αναθεώρηση του
συντάγματος’’, Αντ.Ν.Σάκκουλας 1995
v Αριστόβουλος
Μάνεσης ‘’Ελληνική Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία’’, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη
1980
v Χρήστος
Σγουρίτσας ‘’Το δημοψήφισμα εν τη δημοκρατία’’, 1929
v Αριστοτέλης
‘’Αθηναίων Πολιτεία’'
Ξενόγλωσση
v
Jean-Jacques
Rousseau, ‘’Du contrat social’’
v Αrnaldo Biscardi ‘’Αρχαίο ελληνικό δίκαιο’’,
Παπαδήμας 2005
v Theοdor Curti ‘’Le referendum’’, 1905
v
Abbott
Lawrence Lowell ‘’L’opinion publique et le gouvernement populaire’’Marcel Giard
1924
Αρθρογραφία
·
Philippe
Segur ‘’Qu’ est-ce que la responsabilite politique?’’, ‘’La revue du droit
publique’’ 6-1999
·
Γιώργος Καραβοκύρης ‘’Οι κατά Σβώλο διέξοδοι
στην κρίση του κοινοβουλευτισμού’’, http://constitutionalism.gr/html/ent/703/ent.1703.asp.
·
Οζενί Αθανασιάδου ‘’ Οι αμεσοδημοκρατικοί
θεσμοί στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία: σύζευξη ή σύγκρουση;’’, (μελέτη)
http://www.constitutionalism.gr/html/ent/211/ent.2211.asp
Λήμματα
§ Άμεση
Δημοκρατία
§ Ανάκληση
§ Αντιπροσωπευτικό
σύστημα
§ Δημοψήφισμα
§ Έμμεση
Δημοκρατία
§ Θεσμοί
άμεσης δημοκρατίας
§ Λαϊκή
αρνησικυρία
§ Νομοθετική
πρωτοβουλία πολιτών
[1] Στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται ο όρος direct legislation, δηλαδή θεσμοί άμεσης νομοθεσίας, ο οποίος είναι σχεδόν ταυτόσημος.
[2] Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, XLI 1, 2.
[3] Contrat Social βιβλ. ΙΙΙ κεφ. Ι.
[4] Representation, όρος ο οποίος δεν μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά.
[5] Το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν πρέπει να συγχέεται με το κοινοβουλευτικό σύστημα, ήτοι το σύστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από το κοινοβούλιο.
[6] Δ. Μαντζουλίνος, ‘’Οι θεσμοί της λαϊκής νομοθεσίας εν τη Δημοκρατία’’, σελ. 2επ.
[7] Α.Δημητρόπουλος, ‘’Σύστημα συνταγματικού δικαίου’’, σελ.459 «Όσο λοιπόν περισσότερη ελευθερία για τους αντιπροσώπους τόσο λιγότερη Δημοκρατία για τους πολίτες. Η αφαίρεση από το λαό του δικαιώματος άσκηση της εξουσίας αφαιρεί ταυτόχρονα το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η ‘’αντιπροσωπευτική δημοκρατία’’ κατά συνέπεια περιέχει λογική αντίφαση. Δεν υπάρχει δημοκρατία αντιπροσώπων, υπάρχει μόνο δημοκρατία λαού».
[8] Σαρίπολος ‘’Ελληνικό Συνταγματικόν Δίκαιον Α’’, σελ.261επ. «Αι περί αντιπροσωπείας του λαού θεωρίαι αύται θεωρούνται ως εσφαλμέναι υπό της συγχρόνου επιστήμης του δημοσίου δικαίου. H Bουλή νομικώς δεν είναι αντιπρόσωπος του λαού, ουδ’ έχει εκ του εκλέξαντος αυτήν λαού τα δικαιώματα αυτής. Η Βουλή κατά την εν Γερμανίασήμερον επικρατούσαν θεωρία, δεν είναι δυνατόν να αντιπροσωπεύη, υπό νομικήν έποψιν, τον λαόν, καθόσον πρόκειται περί δύο αμέσων οργάνων του Κράτους, του εκλογικού Σώματος και της Βουλής, παριστώντων εν και το αυτόν πρόσωπον, το Κράτος, εν διαφόροις αυτού λειτουργίαις, ουχί δε περί δύο διαφόρων προσώπων, ούτε του λαού ούτε της Βουλής κεκτημένων ιδιαιτέραν νομικήν προσωπικότητα...Ο λαός, ως σύνολον των υπηκόων εν γένει, είναι εν των στοιχείων πάσης Πολιτείας, προσωποποιούμενος δε αποτελεί αυτό το νομικόν πρόσωπον του Κράτου, όπερ βεβαίως δεν αντιπροσωπεύει η Βουλή, καθόσον τότε θα ήτο εκτός του κράτους, ενώ είναι άμεσον όργανον αυτού, δηλαδή μέρος αναπόσπαστον του Κράτους.»
[9] Άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος.
[10] Άρθρο 1 παρ. 2 του Ελληνικού Συντάγματος, «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».
[11] Κατά τον Α.Σβώλο ‘’ Το νέον σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος’’, σελ. 143 «Το ουσιώδες στοιχείον αυτού του συστήματος της ημιαμέσου κυβερνήσεως-είναι ότι το εκλογικόν σώμα μετέχει της ασκήσεως πολιτειακών τινών λειτουργιών, κυρίως της νομοθετικής , αμέσως και ασχέτως προς την διά της εκλογής συγκρότησιν των αντιπροσωπευτικών σωμάτων.»
[12] Βλ. Α. Δημητρόπουλος, ‘’Η δομή και η λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας’’, σελ.27επ.
[13] Κατά τον Α.Δημητρόπουλο εξ αυτού του λόγου δεν αποτελεί τρίτη μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, ‘’Σύστημα συνταγματικού δικαίου’’, σελ.471. Αντιθέτως ο Α.Σβώλος υποστηρίζει ότι η μικτή δημοκρατία «είναι τρίτος τύπος Δημοκρατίας, είναι συνδυασμός δύο συστημάτων, του αντιπροσωπευτικού και του της ταυτότητος ή της αμέσου ασκήσεως των εξουσιών υπό του λαού. Διό ο μικτός ούτος τύπος ονομάζεται σύστημα ημιαμέσου κυβερνήσεως (gouvernement semi-direct)», ‘’Το νέον Σύνταγμα και οι βάσεις του πολιτεύματος’’ σελ.143. Ομοίως υποστηρίζει και ο Μαντζουλίνος ‘’Οι θεσμοί της λαϊκής νομοθεσίας εν τη δημοκρατία’’,σελ.16επ.
[14] Βλ. τον θεσμό των ενόρκων.
[15] Βλ.πκ σελ. 22 & 25.
[16] Α. Δημητρόπουλος ‘’Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου’’, σελ.505επ.
[17] Βλ.πκ σελ. 15
[18] Ετυμολογικά ο όρος δημοψήφισμα προέρχεται από τις λέξεις δήμος(=λαός) και ψήφισμα(=απόφαση).
[19] Τα αποτελέσματα αυτού του πρώτου δημοψηφίσματος παραποιήθηκαν με την προσμέτρηση υπέρ του Συντάγματος των αυξημένων αποχών.
[20] Σύμφωνα με τον Α. Σβώλο ‘‘Το νέον σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος’’ σελ. 144 το plebiscite αποτελει «την συμπλήρωση της αναμίξεως εις το αντιπροσωπευτικόν πολίτευμα στοιχείων της αμέσου δημοκρατίας». Αντλώντας παραδείγματα από την ελληνική συνταγματική ιστορία, plebiscite ήταν η ψηφοφορία της 22 Νοεμβρίου 1920 περί επαναφοράς στο θρόνο του Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενώ γνήσιο δημοψήφισμα αποτελούσε η ψηφοφορία της 13ης Απριλίου 1924 περί μεταβολής του πολιτεύματος από βασιλευομένη δημοκρατία σε αβασίλευτη δημοκρατία. Κατά τον Α.Δημητρόπουλο ‘’Το Δημοψήφισμα, ο ρόλος και η σημασία του θεσμού στη σύγχρονη Δημοκρατία’’, το προσωπικό δημοψήφισμα αποτελεί «διαδικαστική παρωδία, που χρησιμοποιείται για την ‘’νομιμοποίηση’’ εξωσυνταγματικών ενεργειών. Το plebiscite δεν είναι συνταγματικός θεσμός, αλλά πολιτική πράξη της κυβέρνησης, με την οποία υποβάλλονται στη ‘’λαϊκή έγκριση γεγονότα τετελεσμένα ή μελλοντικά, τα οποία συνδέονται με ορισμένο πρόσωπο», ‘’Το Δημοψήφισμα’’, σελ.44.
[21] Βλ.πκ σελ.14.
[22] Στα άρθρα 118-123 του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Συντάγματος προβλέπεται υποχρεωτικό συνταγματτικό δημοψήφισμα, άρθρο 120 ΕλβΣ «Οσάκις ένα τμήμα της ομοσπονδιακής συνέλευσης αποφασίζει την ολική αναθεώρηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος και το άλλο δεν συναινεί ή οσάκις 100.000 ελβετοί πολίτες με δικαίωμα ψήφου ζητούν την ολική αναθεώρηση, το ζήτημα αν το ομοσπονδιακό Σύνταγμα πρέπει να αναθεωρηθεί, υποβάλλεται και στις δύο περιπτώσεις, σε δημοψήφισμα του ελβετικού λαού, που αποφαίνεται με ναι ή όχι.»
[23] Referendum imperatif
[24] Συνταγματικά προβλέπεται το συμβουλευτικό δημοψήφισμα από τα Συντάγματα της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Ισπανίας.
[25] Κατά την κρατούσα, αν και όχι ορθότερη κατά την γνώμη του γράφοντος, άποψη το ελληνικό δημοψήφισμα πριν την αναθεώρηση του 1986 ήταν συμβουλευτικό.
[26] Κατά τον 19ο αιώνα οι Βουλές Πολιτειών της Βορείου Αμερικής συχνά σε περιπτώσεις σχεδίων νόμων, οι οποίοι είχαν απασχολήσει ιδιαιτέρως την κοινή γνώμη, διενεργούσαν συμβουλευτικό δημοψήφισμα, χωρίς αυτό να προβλέπεται στα Συντάγματά τους, με σκοπό να διαπιστώσουν την γνώμη του εκλογικού σώματος. Το 1894 το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης έκρινε την εν λόγω πρακτική αντισυνταγματική και εν γένει κρίθηκε αντισυνταγματική από τα αμερικανικά δικαστήρια ως απαγορευμένη μεταβίβαση εξουσίας (delegatio) από το αντιπροσωπευτικό σώμα στον λαό.
[27] Α.Δημητρόπουλος, ‘’Το δημοψήφισμα...’’, σελ.106 επ.
[28] Κατά τον Μαντζουλίνο «Το δημοψήφισμα τούτο είναι η ηπιωτέρα μορφή της μικτής δημοκρατίας και διαφέρει ουσιωδώς του υποχρεωτικού, διότι τούτο μεν είναι, ως είρηται, αναγκαία προϋπόθεσις της υπάρξεως νόμου, εκείνο δε ουχί.», σελ.97.
[29] Αποκλειστικό συνταγματικό δημοψήφισμα προβλέπεται ως άνω στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Σύνταγμα (βλ. υποσ.22) και στο Ιρλανδικό Σύνταγμα.
[30] Κατά τον Α. Δημητρόπουλο ‘’Το Δημοψήφισμα...’’, σελ.78, πρόκειται σε αυτήν την περίπτωση για «μικτές μορφές» δημοψηφισμάτων, εφόσον η δημοψηφισματική πρωτοβουλία ανήκει σε πλείονα υποκείμενα.
[31] Προεδρικό δημοψήφισμα προβλεπόταν στο αρχικό κείμενο του Ελληνικού Συντάγματος πριν την αναθεώρηση του 1986, στο άρθρο 44 παρ. 2 «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται διά διατάγματος να προκηρύσσει την διεξαγωγήν δημοψηφίσματος επί κρισίμων εθνικών θεμάτων’’. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας είχε τον ρόλο διαιτητή μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Επιπλέον προεδρικό δημοψήφισμα προέβλεπε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης στα άρθρα 73 και 76.
[32] Αντιπολιτευτικό δημοψήφισμα προβλέπεται στο Αυστριακό Σύνταγμα (α.44πρ.2) το οποίο προβλέπει την διενέργεια δημοψηφίσματος με πρωτοβουλία του 1/3 των βουλευτών. Το ίδιο ποσοστό βουλευτών απαιτείται για την διενέργεια δημοψηφίσματος και σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 του Συντάγματος της Δανίας.
[33] Βλ. αρθρο 141 του ΕλβΣ το οποίο προβλέπει την διενέργεια δημοψηφίσματος με πρωτοβουλία 50.000 πολιτών ή οκτώ καντονιών.
[34] ‘’Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος’’, σελ.145.
[35] Α. Δημητρόπουλος ‘’Το Δημοψήφισμα...’’, σελ.58.
[36] Βλ. ππ Διακρίσεις του δημοψηφίσματος.
[37] Ε π ι κ α ι ρ ό τ η τ α: Τον Οκτώβριο του 2011 ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Γιώργος Παπανδρέου ανακόινωσε την βούλησή του περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την κύρωση ή μη της νέας δανειακής σύμβασης από τον ελληνικό λαό. Η πρότασή του αυτή υπέστη δριμύτατη κριτική με κεντρικό θέμα την δυσχέρεια διεξαγωγής δημοψηφίσματος με αντικείμενο ένα νομοτεχνικά λεπτομερειακό και πολύπλοκο ζήτημα, όπως αυτό της δανειακής σύμβασης και το γεγονός ότι οι πολίτες οι οποίοι θα διάβαζαν, πολλώ μάλλον θα κατανοούσαν, το κείμενο της δανειακής σύμβασης θα ήτο ελάχιστοι.
[38] Βλ ΕλλΣ άρθρο 44παρ.2.
[39] plebiszitarer charaker der wahlen
[40] Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών κάνει εντονότερη την εμφανισή του σε περιόδους πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατες εκλογές του Μαϊου 2012 είχαν προδήλως δημοψηφισματικό χαρακτήρα, καθώς το εκλογικό σώμα με την ψήφο του κλήθηκε να επιλέξει όχι μόνο τους αντιπροσώπους του αλλά και θετική ή αρνητική στάση έναντι της δεύτερης δανειακής σύμβασης (‘’μνημόνιο’’ ).
[41] Α. Δημητρόπουλος ‘’Το Δημοψήφισμα...’’, σελ.80επ.
[42] Κατά την διατύπωση του Α. Δημητρόπουλου.
[43] Ο θεσμός προβλεπόταν και στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Παράδειγμα ενεργοποίησής του αποτελεί η λαϊκή πρωτοβουλία σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών το 1926 για την απαλλοτρίωση των περιουσιών των ευγενών, η οποία συγκέντρωσε τις απαιτούμενες υπογραφές και οδήγησε σε δημοψήφισμα, το οποίο δεν τελεσφόρησε λόγω μικρής συμμετοχής του εκλογικού σώματος.
[44] Άρθρο 75
του ΙταλΣ «A general referendum may be held
to repeal, in whole or in part, a law or a measure having the force of law,
when so requested by five hundred thousand voters or five Regional Councils. No
referendum may be held on a law regulating taxes, the budget, amnesty or
pardon, or a law ratifying an international treaty. Any citizen entitled to
vote for the Chamber of deputies has the right to vote in a referendum. The
referendum shall be considered to have been carried if the majority of those
eligible has voted and a majority of valid votes has been achieved.»
[45] Άρθρο
138 του ΙταλΣ «...Said laws are submitted to a
popular referendum when, within three months of their publication, such request
is made by one-fifth of the members of a House or five hundred thousand voters
or five Regional Councils. The law submitted to referendum shall not be
promulgated if not approved by a majority of valid votes. A referendum shall
not be held if the law has been approved in the second voting by each of the
Houses by a majority of two-thirds of the members.»
[46] Από τα προγενέστερα ελληνικά Συντάγματα μόνο το Σύνταγμα του 1927 προέβλεπε το δημοψήφισμα στο άρθρο 125 παρ.5 «Η Εθνική Συνέλευσις δύναται να υποβάλει την περί αναθεωρήσεως απόφασίν της εις δημοψήφισμα, οπότε αι αναθεωρούμεναι διατάξεις τίθενται εις εφαρμογήν, εάν εγκριθώσι παρά του λαού».
[47] Σύμφωνα με τον Κ. Μαυριά ‘’Συνταγματικό Δίκαιο’’, σελ. 425 «Ενόψει των ανωτέρω, δεν θα μπορούσε μεν να υποστηριχθεί ότι διαβαθμίζεται, σε επίπεδο νομικών συνεπειών, ο συμβουλευτικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος, διαβαθμίζεται όμως η πολιτική βαρύτητατης απάντησης του λαού, την οποία κάθε κυβέρνηση και κάθε κοινοβούλιοοφείλουν να λαμβάνουνυπόψη τους εφόσον θέλουν να εξακολουθούν να απολαμβάνουν δημοκρατικής νομιμοποίησης».
[48] Άρθρο 82 παρ.1 του Σ «Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.»
[49] Ράϊκος, ‘’Συνταγματικό Δίκαιο’’, τεύχος Α, σελ.245.
[50] Σύμφωνα με τον Α. Δημητρόπουλο «...σε δημοψήφισμα υπόκεινται γενικά τα ‘’νομοθετήμτα’’, ανεξάρτητα από το αν προέρχονται από την κυβέρνηση ή τη Βουλή, συμπολίτευση ή αντιπολίτευση.», ομοίως ο Βενιζέλος «Όπως προκύπτει από τη συστηματική ερμηνείατων άρθρων 44 παρ.2 εδ.β’ και 42 Σ, υπό τον όρο ‘’ψηφισμένα νομοσχέδια’’πρέπει να εννοεί κανείς και τις ψηφισμένες προτάσεις νόμων όχι μόνον επειδή οι δύο αυτές μορφές νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι-τυπικά τουλάχιστον-ισοδύναμες και οδηγούν στην παραγωγή τυπικών νόμων, αλλά επιδή αυτό προκύπτει καιαπό τη διατύπωση του άρθρου 42παρ.2 Σ, όπυο το ζήτημα διευκρινίζεται πλήρως, εφόσον γίνεται ρητά λόγος και για προτάσεις νόμου και για νομοσχέδια.
[51] Π.χ. αμβλώσεις, ζητήματα βιοηθικής κ.α.
[52] Είναι η μόνη περίπτωση που προεδρικό διάταγμα δεν προσυπογράφεται από Υπουργό.
[53] Revocation.
[54] Α.Βiscardi, ‘’Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο’’, σελ. 109 επ.
[55] Philippe Segur ‘’Qu’ est-ce que la responsabilite
politique?’’, άρθρο του δημοσιευμένο στο ‘’La
revue du droit publique’’ «La responsabilité politique est, en droit
constitutionnel, une notion dont la fréquence d'utilisation n'a d'égale que
l'incertitude relative à sa définition. Selon certains auteurs, elle désigne
très largement la perte du pouvoir. Pour d'autres, il s'agit de la démission
des gouvernements quand ils perdent l'accord de la chambre sur leur politique
ou d'une contrainte à la démission exercée par les parlementaires sur le
cabinet, ce qui suppose un retrait de la confiance par les membres du
Parlement[4]. En général, cette responsabilité s'identifie à l'idée de revocation.»
[56] Θεσμός του recall.
[57] SEC. 13 Recall is the
power of the electors to remove an elective officer.
SEC.
14 (a) Recall of a state officer is initiated by delivering to the
Secretary of State a petition alleging reason for recall. Sufficiency of reason
is not reviewable. Proponents have 160 days to file signed petitions. (b) A
petition to recall a statewide officer must be signed by electors equal in
number to 12 percent of the last vote for the office, with signatures from each
of 5 counties equal in number to 1 percent of the last vote for the office in
the county. Signatures to recall Senators, members of the Assembly, members of
the Board of Equalization, and judges of courts of appeal and trial courts must
equal in number 20 percent of the last vote for the office. (c) The Secretary
of State shall maintain a continuous count of the signatures certified to that
office.
[58] Όπως στην περίπτωση του Κυβερνήτη Πιτ Γουίλσον.
[59] Η πρώτη επιτυχημένη διαδικασία ανάκλησης στις ΗΠΑ διενεργήθηκε στην Νότια Ντακότα επί της θητείας του Κυβερνήτη Lynn Frazier, ο οποίος αντικαταστάθηκε στο αξίωμά του από τον Ragnvald A. Nestos.
[60] Βλ. άρθρο 39 του ομοσπονδιακού Συντάγματος του Βερολίνου, το οποίο προβλέπει την διενέργεια δημοψηφίσματος με αντικείμενο την διάλυση της Βουλής με λαϊκή πρωτοβουλία του 1/5 των εκλογέων και με την διαδικαστική προϋπόθεση να συμμετάσχουν στις εκλογές τουλάχιστον οι μισοί εκλογείς. Ο θεσμός αυτός του ομοσπονδιακού Συντάγματος του Βερολίνου συνδυάζει στοιχεία και των τριών θεσμών άμεσης δημοκρατίας.
[61] Iniatiative populaire, Volksbegheren.
[62] Βλ. άρθρο 41 του Αυστριακού συντάγματος «Κάθε αίτηση, που κατατίθεται από 100.000 πολίτες, που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν ή από το ένα έκτο των δικαιουμένων ψήφου τριών ομόσπονδων χωρών (λαϊκή πρωτοβουλία), υποβάλλεται από τις ομοσπονδιακές εκλογικές αρχές στην Εθνική Συνέλευση για επεξεργασία.»
[63] Σύμφωνα με τον Μαντζουλίνο καθιστά τον λαό ‘’πραγματικώς αυτοτελή νομοθετικόν παράγοντα, εκποδών τιθέμενων των αντιπροσωπευτικών νομοθετικών οργάνων’’.
[64] Το Σύνταγμα του ομόσπονδου κράτους της Γερμανίας Βάδης-Βυρτεμβέργης προβλέπει την μικτή νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών.
[65] Ο Μαντζουλίνος διακρίνει την νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών σε θετική, εφόσον σκοπεί στην δημιουργία ή τροποποίηση κανόνα δικαίου, και αρνητική, εφόσον σκοπεί στην κατάργηση κανόνα δικαίου.
[66] Einzelinitiative-Kollektivinitiative
[67] Κατά την σύνταξη του Συντάγματος του 1975, η τότε αντιπολίτευση Ένωη Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και ΠΑΣΟΚ πρότεινε να διαμορφωθεί ούτως το άρθρο 73 ώστε να προβλέπει και την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, σε περίπτωση νομοσχεδίου που φέρει υπογραφές τουλάχιστον 20.000 πολιτών.
[68] Άρθιρο 69 του ΕλλΣ «Κανένας δεν εμφανίζεται στη Βουλή αυτόκλητος για να αναφέρει οτιδήποτε προφορικά ή εγγράφως. Οι αναφορές παρουσιάζονται από βουλευτή ή παραδίδονται στον Πρόεδρο. Η Βουλή έχει δικαίωμα να αποστέλλει τις αναφορές που της απευθύνονται στους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς, οι οποίοι υποχρεούνται να δίνουν διευκρινίσεις όποτε τους ζητηθούν.»
[69] Το ιταλικό Σύνταγμα απαιτεί 50.000 εκλογείς για την κοινοβουλευτική λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία ενώ 500.000 για την δημοψηφισματική. Το Σύνταγμα της Βάδης-Βυρτεμβέργης απαιτεί την πρωτοβουλία εκ μέρους του 1/6 των εκλογέων.
[70] Η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών κατά τον Μαντζουλίνο διακρίνεται σε απλή και διετετυπωμένη (initiative simple et formulée).
[71] Κατά την διατύπωση του Α.Δημητρόπουλου, ‘’Συνταγματικό Δίκαιο’’, σελ.520.
[72] Α.Δημητρόπουλος ‘’Συνταγματικό Δίκαιο’’, σελ.520.
[73] Πρόκειται για έναν ‘’λαό ποιότητας’’ κατά την διατύπωση του Α.Δημητρόπουλου.
[74] Σύμφωνα με τον Curti, ‘’Le referendum’’ «...Γενικώς διαβλέπουν στο δημοψήφισμα μίαν εγγύησιν κατά των καταχρήσεων της εξουσίας, ένα φραγμόν κατά της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, μίαν υπέρτατην νομικήν εγγύησην».
[75] Σύμφωνα με τον Lowell, ‘’L’opinion publique et le gouvernement populaire’’, «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η άμεσος λαϊκή δράσις επί νόμων εφαρμοζομένη κατά τρόπον λογικόν και επιστημονικόν, θ’ αποβή εξόχως ωφέλιμος εις την κοινωνία υπό τινάς όρους. Αλλά δεν πρέπει να ελπίζωμεν ότι θα φέρει αύτη τον χρυσούν αιώνα. Όλαι αι θεωρίαι, αίτινες στηρίζονται επί της ιδέας ότι ο όχλος είναι παντογνώστης, είναι εσφαλμέναι...Η ανθρωπότης αποτελείται, και καθ’ όσον δύναται τις να κρίνη θα εξακολουθήση να αποτελήται εκ μερικών αγαθωτάτων ανδρών, εκ μερικών κακίστων και εξ ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων πλήρων καλής μεν θελήσεως, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον αναλγήτων και αδιαφόρων οσάκις δεν θίγονται προσωπικά των αισθήματα και συμφέροντα. Η λυδία λίθος ενός θεσμού είναι ο καρπός όν θα φέρη ούτος εν μια κοινωνία ουτωσί συντεθειμένη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου